24 ώρες Carrera Ελλάδα - σαν προσωπικό ημερολόγιο – Δεύτερα 20 Οκτωβρίου 2014 PDF Print E-mail

Δεν είχα ιδιαίτερη συμπάθεια στους αγώνες ρεγκιουλαριτέ. Δεν ήμουν καν τόσο σίγουρος, αν η λέξη αγώνας περιέγραφε με ακρίβεια αυτή τη δοκιμασία. Έπειτα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι παρά το γεγονός πως η γενναιότητα του πληρώματος, ή η οδηγική δεξιοτεχνία δεν έχουν τον πρώτο λόγο, από τη στιγμή που υπάρχει χρονόμετρο και κατάταξη είναι τρόπον τινά, μια αναμέτρηση.

Ακολούθως και ενώ είχα να μιλήσω καμιά δεκαπενταριά χρόνια με τον Μαθιό Μανσόλα, ο οποίος Μαθιός είναι πολλά διακριθείς σε τέτοιου είδους δοκιμασίες, μου είπε κάτι που με κάλυψε απολύτως. Αποκάλεσε τα ρεγκιουλαριτέ, «κέντημα». Κατέληξα έτσι στην ορθή, κατά την κρίση μου, περιγραφή ως: δοκιμασία ακριβείας.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων η απόσταση μεταξύ των ρεγκιουλαριτέ και εμού ολοένα και μεγάλωνε, καθότι ήμουν βέβαιος πως, σε πιθανή εμπλοκή, ούτε θα το φχαριστιόμουν, ενώ παράλληλα, θα με χώριζε τεράστια απόσταση από τον πρωτελευταίο.

Μέχρι που ενεφανίσθη ο Θάνος Καρύδας, κραδαίνων αφίσα του 17ου ράλυ Carrera , «24 ώρες Ελλάδα» και άρχισε την επιχειρηματολογία του πόσο καλό, πόσο όμορφο, πόσο διαφορετικό ήταν.

Ανεχώρησε, επανήλθε, επαναλάμβανε έως να με πείσει, πράγμα που τελικώς κατάφερε. Συνέτεινε και ο Οδυσσέας «tweety» Τσαγκάρης, σε αυτόν τον προσηλυτισμό και η απόφαση ελήφθη.

Από το παζλ έλειπαν πλέον, μοναχά δύο τόσα δα, μικρά κομμάτια. Το αυτοκίνητο και ο συνοδηγός. Στο μεταλλικό τμήμα, τη λύση εδώ έδωσε έτερος φίλος, ο Σταύρος, ο οποίος ασμένως παραχώρησε μια λευκή  911 SC, πού έχει στην όχι και τόσο μικρή πια, αλλά πάντα διαλεκτή συλλογή του.


Με τα χρώματα του Car & Driver, η λευκή 911 σε πάρα πολύ καλή κατάσταση, τόσο εξωτερικά όσο και μηχανολογικά, λίγες ώρες πριν την εκκίνηση.

Στο έμψυχο τμήμα το πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο, καθώς έπρεπε να βρεθεί πρόσωπον που θα μπορούσε να αντέξει για κάτι παραπάνω από 24 ώρες τις ιδιαιτερότητες μου και ασφαλώς vice versa. Το θέμα της εμπειρίας του σε τέτοια events δεν ετέθη ποτέ! Ούτως ή άλλως η εκλογή θα γινόταν από πολύ μικρή δεξαμενή. Πρώτη επιλογή ήταν ο πρεσβύτερος απόγονος, ο οποίος όμως τραυματισθείς ανήμερα της ονομαστικής του εορτής, στον πρώτο αγώνα (κυπέλου) της χρονιάς στο άθλημα της καρδιάς του (μπάσκετ), άνοιξε λογαριασμούς με τους γιατρούς και τα χειρουργεία, καθώς κατέστρεψε χιαστούς και μηνίσκο. Βαρύ το ανηφόρι που τον αναμένει...

στα μαρτυρικά  Καλάβρυτα

 

Εκοίταξα τον Βενιαμίν και χωρίς σκέψη του το πρότεινα. Ατυχώς και εκείνος απάντησε, χωρίς σκέψη, καταφατικά. Ο συνδυασμός είχε ολοκληρωθεί με τρόπο καταστροφικό. Δεν είναι μόνον ότι ήμαστε απολύτως άσχετοι με το αντικείμενο, ούτε ότι δεν ασχοληθήκαμε προκειμένου να πάψουμε να ήμαστε τόσο άσχετοι. Είναι, κυρίως, αυτό που καταμαρτυρούν όσοι, νομίζουν, ότι μας ξέρουν. Ότι ήμαστε ίδιοι χαρακτήρες. Αν πρέπει αναγκαστικά να συμφωνήσω μαζί τους, ναι υπάρχει ένα κοινό στοιχείο μεταξύ μας. Το ότι σε εμάς που ξέρουμε καλά ότι ήμαστε παντογνώστες (των regularite εξαιρουμένων), μας εκνευρίζουν αυτοί που νομίζουν ότι είναι παντογνώστες...

Περί του αυτοκινήτου

Γράφοντας με μια  δόση αυθάδειας, δεν έχω καταλάβει γιατί όλος αυτός ο θόρυβος, όλος αυτός ο μύθος για τις 911. Γιατί ένα κουπέ που έχει τον κινητήρα πίσω, που μέχρι το '98 ήταν αερόψυκτος, που είναι δύσκολο να οδηγηθεί γρήγορα, που είναι ολίγον ασαφές, έχει μετατραπεί σε όνειρο εκατομμυρίων. Κάτι αντίστοιχο ήταν η Α110. Ήρθε στον πλανήτη μέσα δεκαετίας του '60, σάρωσε ότι υπήρχε στα ράλυ από το '71 έως το '73 και έκλεισε τον κύκλο της. Αντιθέτως, η 911 εκεί, ακλόνητη. Τεντέσκοι παντού...

Τέλος πάντων, παρέλαβα την τόσο καλοδιατηρημένη λευκή SC από το υπόγειο του Σταύρου νύχτα και η προχωρημένη πρεσβυωπία μου σε συνδυασμό με τα χαμηλής έντασης φώτα του ταμπλώ δεν μου επέτρεψαν να καταλάβω αμέσως αν λειτουργούσε το οδόμετρο. Αργότερα ανακάλυψα το ποτενσιόμετρο αλλά και η υψηλή ένταση έχασε πανηγυρικά από την επελαύνουσα πρεσβυωπία μου.

Αν εξαιρεθεί ο επιλογέας ταχυτήτων που θύμιζε αναδευτήρα μεγάλης κατσαρόλας, όλα τα υπόλοιπα φαίνονταν σε τάξη. Το αυτοκίνητο πήγαινε ίσια, το μοτέρ ακουγόταν όμορφα, επιβράδυνε ομαλά, έστριβε. Εννοείται ότι του έριξε μια ματιά ο Παναγιώτης «Γρανάζης 911», σουλουπώθηκε κάπως ο επιλογέας, στερεώσαμε καλύτερα την μπαταρία, ρεγουλάραμε τους υαλοκαθαριστήρες, κοιτάξαμε λάδια, μπροστινά συστήματα, πιέσεις και σταύρωσα τα δάκτυλα, ξενικό αυτό, να μην πάθει κάποια ζημιά στα χέρια μου.

Προετοιμασία

Ο Παντελής Αντωνόπουλος (αλήθεια γιατί δεν ξεκίνησε;) είχε την καλοσύνη να μου περάσει μερικές σελίδες road book από το regularite «Ακρόπολις» του '12, και εκδράμαμε με τον Βενιαμίν προς αναγνώριση. Επειδή προφανώς οι ενδείξεις του βιβλίου διαδρομής του εφάνησαν πολυπλοκότερες των κινέζικων ιδεογραμμάτων, στην πρώτη διασταύρωση χάθηκε. Κοιταχτήκαμε με νόημα, το βράδυ κάλυψε το ύφος μας και συνεχίσαμε προσποιούμενοι ότι δεν συνέβη κάτι. Καλιμπράραμε το οδόμετρο της 911 στην ευθεία της Βαρυμπόμπης, είχαμε μια απόκλιση της τάξης των 170 μέτρων στα 2.400 ή 7%. Φτάσαμε μέχρι το «Λεωνίδα», ήταν προφανές ότι είχαμε να μάθουμε το είχαμε μάθει, επιπλέον μας περίμενε ο καγιανάς στο οικογενειακό τραπέζι, οπότε επιστρέψαμε.

Η προετοιμασία, συμπληρώθηκε σε μια επιμορφωτική συνεδρία από τον έμπειρο σε τέτοιες εκδηλώσεις νεαρό Dino Karydas ο οποίος στα 14 του χρόνια έχει κάμποσες εκατοντάδες χιλιομέτρων under his belt ως πλοηγός – συνοδηγός του απαιτητικού πατρός του. Ο οποίος (Dino) επιπροσθέτως κατέβασε και μια εφαρμογή (απλικέσο) στο κινητό μου, αντίστροφης μέτρησης χρόνου, μέχρι να χλαπακιάσουμε την πρώτη μπουκιά από το γλυκό που ευγενικά μας σερβίρισε η μητέρα του Pam.


Η περίφημη Φτέρη, κάτι σαν λυδία λίθος των ασφάλτινων οδηγών, ακόμα κι αν οι γρήγοροι χρόνοι βασίζονταν σε ανελέητες δοκιμές,  μας συγκινεί πάντα, ακόμα και κακοποιημένη από τις πυρκαγιές. Αν δεν με απατά η μνήμη μου είχα να περάσω από τον Σεπτέμβρη του '91 και κάποιο "Αχαιός" με διπλανό τον Γιάννη Αλβανό.

Με τρίτη ταχύτητα μόνον στο κουρασμένο rocket του Escort τερματίσαμε πολύ - πολύ πίσω και εισπράτω μέχρι τις μέρες μας την επωδό του Ιωάνου: «Τελευταίος, μόνον με εσένα έχω τερματίσει». Εννοείται ότι είχαμε περάσει καλά είχαμε γελάσει, κι ας μην ευχαριστηθήκαμε οδήγηση και αποτελέσματα.

Αγνοώντας παντελώς το γνωστό ρητό των Αμερικανών: «ποτέ μην βάζεις δυο πρωτόπειρους στο ίδιο όχημα», ολοκληρώσαμε τον προγραμματισμό με το πόσα σάντουιτς θα παίρναμε μαζί μας, τι θα περιείχαν, τι γλυκά θα προτιμούσαμε και πως θα κρατούσαμε δροσερά τα νερά και τα αναψυκτικά. Για καφέδες, ρεντμπούλια, μόνστρα και λοιπά, αχρείαστα τω όντι, ούτε ετέθη θέμα. «Μην αλλάζεις τις συνήθειες σου» είναι η συμβουλή της (χρυσής) μετριότητας (μας).

Οι τελευταίες, προ της εκκίνησης, μέρες, πέρασαν γρήγορα. Στα Πίσια και στην Κινέτα οδηγώντας τα καινούργια ASX, και L200, αλλά και σε μετρήσεις και φωτογραφίσεις και ότι άλλο, συνήθως, λυμαίνεται την καθημερινότητά μας. Ο φερόμενος ως οδηγός (cest moi), έκανε μια απόπειρα να διαβάσει τον κανονισμό, στο τρίλεπτο ήταν ήδη αφηρημένος και το έστειλε με email στο διπλανό δωμάτιο, στον φερόμενο ως πλοηγό του. Ο οποίος, καθώς ήταν απασχολημένος με τη συγγραφή μιας (νέας) όπερας, δεν έγινε γνωστό αν ασχολήθηκε. Το θέμα, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, δεν συζητήθηκε.


Καλάβρυτα. Ακίνητα και αυτοκίνητα σε μια συμβατή χρονική τροχιά.

Σε αυτό το χρονικό διάστημα όμως, βρήκαμε το χρόνο να ψάξουμε για φακό, για συρματόσχοινο ρυμούλκισης, για μια υποτυπώδη σειρά εργαλείων, για χρονόμετρο και όλα τα υποδέλοιπα χρειώδη. Χωρίς να είμαστε τόσο αδιάφοροι, ήμουν βέβαιος, ότι κάτι που κάποια στιγμή θα χρειαζόμαστε, δεν θα το είχαμε ή δεν θα το βρίσκαμε.

Δεν βρήκαμε το χρόνο να μετρήσουμε κατανάλωση, ώστε να προγραμματίσουμε ανεφοδιασμούς. Εξάλλου γιατί να προγραμματίζαμε; Όπου βρίσκαμε θα γεμίζαμε. Με 80 έουρος σούπερ αμόλυβδη πάντως, δεν γέμισε!

Προς στιγμή ένοιωθα ότι πάμε στο άγνωστο με βάρκα τη λεπίδα (που λέει και ο Τζιμάκος). Να ήταν άραγε έτσι;

Ο αγών

Θωρακισμένοι με την άγνοια των πραγμάτων και το θράσος του πρωτόπειρου, κατερχόμεθα της Εθνικής οδού σχεδόν αποφασισμένοι. Εκείνος ότι θα πρωτεύσουμε, εγώ ότι θα είναι θαύμα αν τερματίσουμε, εκεί που πρέπει την ώρα που πρέπει. Ενδόμυχα, ίσως, πιστεύαμε τα ανάποδα. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Το ευχάριστο ήταν ότι χαμογελούσαμε.

Εκκίνηση λοιπόν, από την πλατεία Καραίσκάκη στο Χαϊδάρι, πολύχρωμο, πολύβουο μελίσι κατά τη κλισέ έκφραση (το πολύβουο εντάξει, το πολύχρωμο από πού; αφού όλες οι μέλισσες είναι οπαδοί της Α.Ε.Κ. και του «Αρεως»), με 72 πληρώματα και αντίστοιχα οχήματα να περιμένουν το νεύμα της γαλανόλευκης.

Τα πρώτα 72,69 χλμ μέχρι τον Ισθμό, άνετη βολτούλα, αλλά όχι χωρίς απώλειες καθώς ένα δυναμικό ΜΚΙΙ, του Σπύρου Πράνταλου, δεν έφθασε αφού κούρεψε τα καινούργια (!) μπουζόνια ενός τροχού πάνω στην Εθνική, χωρίς ευτυχώς κάτι άσχημο να συμβεί.

Στον Ισθμό ο συμμετέχων αλλά και εκ των στελεχών του διοργανωτή (Σ.Ι.Σ.Α.), Μιχάλης Μουζούκης, με τη συνδρομή του Ηλία Μανιάτη, υπενθύμησε στους συμμετέχοντες, στη διάρκεια ενημέρωσης ότι Δεν συμμετέχουν σε ράλυ, ότι οι δρόμοι είναι ανοικτοί στην κυκλοφορία, ότι είναι μια μέρα χαράς, ας μην υπάρξουν δυσάρεστα γεγονότα και πάνω από όλα, βασιλεύει η ασφάλεια μας.


με φόντο ένα θαύμα τεχνικής αργά το απόγευμα του Σαββάτου, ο κώνος με τη σημαία. Άραγε πόσα μέτρα μετά τη αριστερή (στροφή) να είναι η γραμμή του τερματισμού;

Ήλιος λαμπρός, καιρός ζεστός και η Πελοποννησιακή γη αποκάλυπτε κάποιες από τις ομορφίες της. Συντόμως και εμείς θα ανακαλύπταμε τις ομορφιές του αγώνα με την πρώτη ειδική διαδρομή. Το πράγμα είναι εύκολο στην σύλληψη, δύσκολο στην άριστη εκτέλεση. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, άγνωστο στον συμμετέχοντα, ένας κριτής σε περιμένει και σου δίνει το μήκος της δοκιμασίας και το χρόνο κάλυψης εκφρασμένο σε δευτερόλεπτα.

Ο συνοδηγός έχει μέχρι να ξεκινήσει, διαθέσιμο χρόνο περίπου 45 δευτερολέπτων, προκειμένου να μετατρέψει τα δευτερόλεπτα σε λεπτά και δευτερόλεπτα, να τροφοδοτήσει ένα χρονόμετρο που μετράει αντίστροφα με το συγκεκριμκένο νούμερο, το οποίο θα ενεργοποίησει μόλις ο κριτής τον διώξει ακριβώς στο λεπτό του. Ταυτόχρονα πρέπει να έχει στο νού στο βιβλιάριο διαδρομής, ώστε να μην χαθεί και ταυτόχρονα να πληροφορεί τον οδηγό του πόσα σε πόσα, δηλαδή πόσα χλμ σε πόσο λεπτά απομένουν, ώστε να ρεγουλάρουν το ρυθμό τους.

Το παιχνίδι κρίνεται στο τέλος κάθε ειδικής όπου ένας κώνος, προειδοποιεί τα πληρώματα.ότι η γραμμή τερματισμού βρίσκεται από 100 έως 400 μέτρα μετά τον κώνο. Το πρόβλημα είναι ότι η γραμμή του τερματισμού δεν είναι ορατή από τον κώνο. Έτσι το πλήρωμα καθώς δεν ξέρει την ακριβή απόσταση πρέπει λίγο να τζογάρει,καθώς είναι σχεδόν βέβαιο, ότι έχει φτάσει νωρίτερα και πρέπει να επιλέξει αν θα ξεκινήσει στα 40΄΄ πριν τον ιδανικό χρόνο ή στα 20΄΄ π.χ. αν η απόσταση είναι μικρότερη. Για κάθε δευτερόλεπτο πριν ή μετά τον ιδανικό χρόνο παραμονεύει ένας βαθμός ποινής.

Σε περίπτωση που σταματήσει τελείως το όχημα, πριν τη γραμμή διότι έχει φθάσει νωρίς, χρεώνεται με 10 βαθμούς. Σε οργανωμένα πάντως πληρώματα, με σωστό εξοπλισμό είναι σαφώς πιο εύκολος ο υπολογισμός.

Δεκαέξι τέτοιες δοκιμασίες, οι δύο διπλές άλλο ωραίο μπέρδεμα αυτό, περίμεναν τους 72 συμμετέχοντες. Εκεί κρίνεται όλο το παιχνίδι, όπως επίσης και στο σωστό χρόνο άφιξης στις απλές διαδρομές όπου κάθε λετπό καθυστέρησης ή προάφιξης χρεώνεται με άλλους δέκα βαθμούς ποινής.

Είναι ένα παιχνίδι, αρκετά σύνθετο, ενδιαφέρον, αγχωτικό και ταυτόχρονα πλακατζίδικο, που απαιτεί δεξιότητες.


...ανασυγκρότηση στο Ρίo. Λυπηρό, για την παρέα, που ο Όντυ αποφάσισε να αποχωρήσει και δεν έφθασε στη γέφυρα. Μας έλειψε στο βραδυνό κομμάτι. Ήταν μια απόφαση, που δεν μου άρεσε, αλλά όταν, κατόπιν εορτής, μου  εξήγησε,  δεν είχα επιχειρήματα να την αντικρούσω. Αν ήμουν στη θέση του, θα έπραττα τα ίδια.

Κι όπως όλα τα πράγματα που έχουν να κάνουν με αυτούς τους συνδυασμούς, απαιτούν ανθρώπους με γνώσεις, με χαρακτήρα, με ήθος και χιούμορ, μα πάνω από απ΄όλα με αυτογνωσία, ώστε το παιχνίδι να γίνει απολαυστικό. Γράφω αυτό το τελευταίο για να υπογραμμίσω το γεγονός του τι και του γιατί. Δηλαδή να ξέρεις τι και γιατί το κάνεις. Δεν τρέχεις σε 24ωρο Carrera νομίζοντας ότι είσαι η σύγχρονη μετενσάρκωση (ζωή σε λόγου μας) του Bjorn Waldegaard. Ούτε είσαι ο Nicky Grist, που είχε ο αθεόφοβος τα κουράγια να κάθεται δίπλα στον Colin, αν τελειώσεις την Αλυκή Β με μηδέν ποινές.

Για την οργάνωση

Το να ασκήσεις κριτική στην οργάνωση είναι εύκολο. Το να κομίσεις ιδέες για να γίνει το παιχνίδι, πιο ενδιαφέρον, πιο δίκαιο, πιο όμορφο, είναι δυσκολότερο. Εντάξει, χάθηκε το carnet ενός αγωνιζόμενου και εκείνη τη στιγμή ο οργανωτής, φάνηκε ότι «κόλησε».


Εντάξει δεν ενεφανίσθη ο κριτής στο T.C. στη Δόμβραινα και υπήρξε μια δίλεπτη καθυστέρηση, μέχρι να λυθεί το πρόβλημα. Λοιπόν; Υπάρχουν πολλοί λόγοι να ασκήσεις κριτική στην οργάνωση. Υπάρχουν όμως περισσότεροι να βοηθήσεις να γίνει καλύτερο το παιχνίδι. Ιδέες αβέρτα:

Για αλλότριο χρόνο κάλυψης των απλών και ειδικών (το Δ.Ρ.Α. ήταν έτσι μέχρι το 60τόσο), ώστε να μην τοποθετούνται τσουβαληδόν ένα Mini 1000άρι και μια Carrera, για ηλεκτρονικό τρόπο μέτρησης των ε.δ. και on line αποτελέσματα, ώστε αφενός να εξασφαλίζεται το απυρόβλητο, αφετέρου να ξέρεις τι έχεις να αντιμετωπίσεις και για τόσα άλλα που ατυχώς πέρα από την ιδέα, απαιτούν και χρήματα.

Όπως και να έχει οι άνθρωποι που στελεχώνουν την οργάνωση οφείλουν να έχουν ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά με τους ανθρώπους που συμμετέχουν. Τα περιγράψαμε πιο πάνω.

Μεσάνυκτα Σαββάτου στο 1ο Λύκειο Ναυπάκτου. Ανασυγκρότηση.

 

Κάποιες άλλες σκέψεις

Ως φανερά τσαλακωμένος από την αρχή της δυαδικότητας του ατόμου, αντάμα με το απέραντο κέφι για οδικές περιπέτειες, συντηρούσα και μια σειρά από τύψεις, οι οποίες έγιναν πιο έντονες από τότε που (έκανα ότι) έτρεχα στα «ράλια»!

Είτε βλέποντας χωροφύλακες το ’79 στο Βέρμιο στο 26ο Δ.Ρ.Α, μέσα στη μαύρη νύχτα, στημένους από την «υπηρεσία» στις διασταυρώσεις, είτε τζομπανόπουλα στις ερημιές του κόσμου, είτε εργάτες της γής να μοχθούν με τα άροτρα όταν εμείς, καίγαμε καύσιμα, λάστιχα, υλικά τριβής, αισθανόμουν περίεργα

Είναι λίγο, πώς να το πω; Κωλοπαιδίστικο; Από την άλλη, βέβαια, όταν τα ράλια σάρωναν την Ελληνική επαρχία τα παλιότερα (επιτρέψτε μου: και καλύτερα) χρόνια τότε που τα πράγματα ήταν αλλιώς, ήταν σπουδαίο γεγονός για τις μικρές τους κοινωνίες. Ατραξιόν.

Αυτά σκεφτόμουν και στο 24ωρο, στην Νεμέα, στο Κροκύλι και όπου αλλού υπήρξε μια θερμή υποδοχή των διελεύσεων.


Στις 4 τα ξημερώματα στο λιμάνι της Ιτέας


Για το αυτοκίνητο vol II

Στην ησυχία του πρωινού, καθώς οδεύαμε προς τερματισμό, κι ενώ ο «δίπλα» λαγοκοιμόταν επανεξέτασα λίγο τα του αυτοκινήτου. Είναι άλλη ιστορία οι 911. Ίσως λίγο ασύμβατη με τις αυτοκινητικές μου επιθυμίες, αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι είναι μια κατηγορία μόνη της.


Μια σειρά από όμορφα αυτοκίνητα περιμένουν εκκίνηση για την τελευταία ε.δ. του αγώνα. Εδώ, εικονίζεται στην ουρά της 911 το κόκκινο - μαύρο Golf GTi των Γ. Κατσαούνη - Μ. Μανσόλα (μήπως η 911 τους πάει καλύτερα;) και ακολουθεί μια πανέμορφη Beta coupe σε ένα πολύ γλυκό azzuro, των Κ. Ζαφειρά - Φ. Γαυγίδη.

Ναι, με κούρασε κάπως καθώς όσο στρίβεις, τόσο σφίγγει το τιμόνι χάνοντας την αίσθηση της ακρίβειας και της λεπτότητας, ναι θέλει απεριόριστη προσοχή μη σου φύγει με τα μούτρα, ναι μπλοκάρει και σέρνεται εύκολα, ναι όταν γυρίζει, τούτη τουλάχιστον που δεν έχει μπλοκέ, είναι νευρική, ναι ο επιλογέας είναι ασαφής και οι αλλαγές δύσκολες, στο στραντάλε κιβώτιο τουλάχιστον και ναι κάνει και λίγο θόρυβο. Ναι τα ποδοστήρια της δεν βολεύουν καθόλου με τη διάταξη, τις μακριές διαδρομές και τον τρόπο που βυθίζονται. Ναι,  ήμουν στα όρια της κράμπας του δικέφαλου μηριαίου του δεξιού ποδιού, καθώς πρεσάριζα μανιασμένα, μπας και ανέβει λίγο το πετάλ και επιβραδύνει, κατεβαίνοντας στην Ακράτα και στη Φτέρη.

Σκεφτόμουν όλα αυτά, σταματημένος, σε ένα φανάρι λίγο πριν το Χαϊδάρι, καθώς τα αυτιά μου είχαν ακόμα το βουητό από το ολονύκτιο γλέντι του flat six.

Όπως το είχαν και τις επόμενες ώρες, εκτός αυτοκινήτου. Τελικά, υπάρχει δικαιολογία, γιατί όλος αυτός ο θόρυβος, όλος αυτός ο μύθος για τις 911. Σε κάνει καλύτερο, πιο πλήρη οδηγό, πιο σεβάσμιο απέναντι στο αντικείμενο. Αν μπορείς κάτι καλό με αυτή, το μπορείς σχεδόν με όλα...

Για περισσότερη 911 και εδώ: Στον αστερισμό των Porsche


Άλλο ένα όχημα, σημείο αναφοράς από τα αποκαλούμενα και χρυσά χρόνια των ράλυ. FIAT 131 Abarth ή Αβαρτή όπως ανέγραφε τις δημιουργίες του Carlo Abarth ο ημεδαπός Τύπος την δεκαετία του '50. Απομένει η απορία γιατί κόκκινο. Η μνήμη μου δεν ανακαλεί μια παρόμοια απόχρωση από το rally παρελθόν.

 

Στα καθ’ ημάς

θέλω να ομολογήσω ότι πέρασα ένα ξεχωριστό 24ωρο. Αρκετά αγχωμένα, καταρχήν διότι οδηγούσα ένα πανέμορφο αυτοκίνητο που ανήκει σε καλό φίλο και δεν είχα το παραμικρό περιθώριο σφάλματος. Δεύτερον, διότι στις κατηφόρες της Ακράτας και της Φτέρης έμεινε το κακόμοιρο από φρένα, προφανώς διότι δεν σκέφτηκα (τι πρωτότυπο!) να αλλάξω τα υγρά καθώς σίγουρα είχαν κλείσει προ ετών τον κύκλο της ζωής τους και τρίτον, διότι τα φώτα της ήταν σαν τα καντηλέρια του Αγίου Χριστόφορου (μεγάλη του η χάρη).

Στις Ερυθρές οδεύοντας για τερματισμό. Αντιμετωπίζεις τον κόσμο λίγο διαφορετικά, αν στο οπτικό σου πεδίο διαγράφονται τούτα τα φτερά.

Ο οποίος Αγιος, μάλλον επιφοίτησε τον Βενιαμίν με συνοδηγικό πνεύμα, καθώς δεν χάθηκε πουθενά και έδειξε μια ιδιαίτερη προσαρμοστικότητα, ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. Για το κακό αποτέλεσμά μας στην πρώτη διπλή, και μας καταβαράθρωσε βαθμολογικά, χρεώσαμε την απειρία μας. Έτσι είναι. Έτσι είναι όλη η ζωή. Τζάμπα γνώση δεν υφίσταται. Πάντα, κάπου, κάπως, κάποτε καταβάλεις το τίμημά της.

Τι σημασία όμως έχουν όλα αυτά; Το χαρήκαμε και το ευχαριστηθήκαμε, ενώ ο «διπλανός» είδε και πέντε πράγματα που δικαιολογημένα, λόγω ηλικίας, δεν τα είχε γνωρίσει.

Αν του χρόνου ήμαστε καλά, αν βρούμε όχημα κι αν οι συνθήκες δεν σταθούν εμπόδιο, ασμένως θα το επαναλάβουμε.

Για το τέλος, οφείλουμε να δώσουμε συγχαρητήρια στους νικητές Β. Μπέντα - Κ. Γεωργακά, με Mercedes 200  του '80, ένα όχημα που σαφώς δεν βολευόταν και το γράφω αυτό για να εκφράσω την άποψη ότι σε τέτοιες αναμετρήσεις, οι ικανότητες του πληρώματος είναι πάνω από τα χαρίσματα του αυτοκινήτου. Γνωρίζοντας πια εκ των έσω, πόσο δύσκολο είναι οι επτά (7) μόνον βαθμοί ποινής που συγκέντρωσαν οι νικητές να τους συγχαρώ και πάλι αλλά και όλους, όσοι συμμετείχαν, προσπάθησαν και μπόρεσαν να τερματίσουν, ακόμα  και με "εξωγενείς" ατυχίες (βλέπε π.χ. Β. Μπιρλιράκης - Δ. Ραζής). Για όσους δεν το κατάφεραν μια ευχή: Του χρόνου.