Δίτροχο καλοκαίρι – Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014 PDF Print E-mail

Γεννημένος από Κορσικανό πατέρα και Γενοβέζα πατέρα, μεγαλωμένος στο Μονπελιέ, ο πολυσήμαντος Γάλλος συγγραφέας, φιλόσοφος Paul Valéry άφησε σπουδαίο και πλούσιο έργο. Σε καμιά περίπτωση δεν θεωρώ τον εαυτό μου γνώστη έστω και λίγο από το ογκώδες του πνευματικού κληροδοτήματος του, πλην όμως αφήστε με να βολευτώ με κάποιους αφορισμούς του.

Κάνω τούτη, την, εν πρώτοις, αταίριαστη εισαγωγή, καθώς μια ρήση του Γάλλου ήρθε απρόσκλητη κάποια στιγμή αρχές του καλοκαιριού και παραμένει εκεί περίεργα αμετακίνητη: «Οι αισιόδοξοι γράφουν άσχημα». Θα μπορούσα να προσθέσω μερικές άλλες δραστηριότητες που κάνουν άσχημα οι αισιόδοξοι, ενοχλητικές ως επί το πλείστον, κυρίως διότι ζούμε μια βαθιά απαισιόδοξη εποχή.



Προσπαθώντας να συλλέξω στάλες αισιοδοξίας πάντως, ανέβηκα στη σέλα της cross runner και διέτρεξα μερικές εκατοντάδες χιλιομέτρων, όχι με την ίδια ποικιλία παρελθόντων ετών, ίσως όχι με το ίδιο κέφι ή καλύτερα με την ίδια ανεμελιά.

Oύτως ή άλλως όμως, κάθε χρόνος που προστίθεται, στις ζωές των (συνειδητών) ανθρώπων, νομοτελειακά τους αφαιρεί ίση ποσότητα ανεμελιάς. Ας μην ερωτηθώ σε τι μονάδες μετριέται η αισιοδοξία και πως διαμορφώνεται η ισοτιμία της ως προς τον χρόνο. Η θεωρία είναι ακόμα υπό ...σύλληψη.   
Τέλος πάντων η αισιοδοξία μπορεί να μην περίσσευε, αλλά η προσμονή για το φως της ανατολής, τις ανταύγειες της δύσης και ασφαλώς η επιδίωξη της γοητείας των άδειων δρόμων, παράμενε απαράλλαχτη. Ούτως ειπείν, ξαναγνωριστήκαμε με την cross runner, περίπου 27 μήνες μετά την πρώτη μας, σύντομη, γνωριμία. Δεν ήταν δύσκολο να θυμηθώ ότι είχε λειτουργήσει ως παυσίπονο.
Οφείλω επίσης να ομολογήσω ότι κάπως έτσι συνέχισε να λειτουργεί και στην τελευταία, σαφώς μεγαλύτερη, σε χρονική διάρκεια, σχέση μας.


Θα ξεκινήσω από εκείνα που με έκαναν να γκρινιάζω. Το πρώτο ένεκα η ηλικία. Θα πρέπει να φτιάχνουν όργανα για πρεσβύωπες. Από τότε που η ψηφιακή τεχνολογία ενέσκηψε κάποια στροφόμετρα είναι δυσανάγνωστα. Αγαπητοί απόγονοι του Soishiro σκεφτείτε και τους ηλικιωμένους. Δεύτερη και τελευταία γκρίνια η μόνιμη εμπλοκή του ΑΒS. Χρήσιμο, δε λέω, ειδικά για τους αφηρημένους μπορεί να αποδειχτεί σωτήριο, αλλά αν υπήρχε η δυνατότητα, να αποσυμπλέκεται κατά βούληση θα ήταν καλύτερα. Όπως π.χ. το κάνουν οι Βαυαροί με τα GS.



Βέβαια, όλα τα υπόλοιπα είναι τόσα και τέτοια που αυτά που θεωρείς ως αταίριαστα, γρήγορα τα λησμονείς. Έτσι λοιπόν μαρκάρισα ότι περίπου στην μέση της κλίμακας των 12.000 σ.α.λ. οι 16 βαλβίδες αρχίζουν να βυθίζονται στο σύνολο της διαδρομής τους, (VTEC γαρ το μοτέρ), ο ήχος αλλάζει και η ισχύς έρχεται πιο επιτακτική από τα βάθη του V4. Συνεπώς ήξερα που περίπου στροφάριζε και όλα τα υπόλοιπα ήταν περιττά. Τώρα, το θέμα με το ABS δεν παίρνει μερεμέτι. Το μηχανάκι δεν γλιστράει με τα φρένα, εκτός αν η γωνία είναι πολύ μικρή οπότε μπορεί να κοροϊδέψεις ελάχιστα.
Έχει όμως τόση δύναμη που στους καθρεφτένιους μας δρόμους το γλιστράς σχεδόν παντού με το γκάζι. Κι επειδή το οπίσθιο, ειδικά, Rosso ήταν στα τελευταία του, γλιστρούσε και στις ευθείες. Έτσι λοιπόν αφού εξαντλήθηκε και η τελευταία επίστρωση ελαστικού, ενεφανίσθησαν τα λινά και ανατρεπτικές ιδέες ήρθαν, του τύπου να κάνω ένα burn out μέχρι εμφανίσεως φλογών, αλλά επικράτησε η λογική και πριν το επιστρέψω, πήγα στην Θηβών στον Τάσο και ένα καινούργιο σετάκι Rosso περάστηκε. Παρεμπιπτόντως, τo έστρωσα, με πολύ επιμέλεια και καθόλου αγριάδα.



Στα, κατά το ελάχιστο, προβληματικά θα τοποθετούσα και την πλευρική τοποθέτηση των ψυγείων. Τις μέρες της μεγάλη ζέστης η υψηλή θερμοκρασία μεταφέρεται και στον σκελετό. Στην κίνηση πάντως, δεν ενοχλείται ο αναβάτης ή ο συνεπιβάτης και υποθέτω ότι τις κρύες μέρες η όποια παραγόμενη θερμότητα, θα είναι και καλοδεχούμενη.

Μετά από μακρά συμβίωση μου είναι δύσκολο να κρύψω τις άριστες των σχέσεων μας. Η δύναμη πάντα περίσσευε, τα φρένα ποτέ δεν υστέρησαν. Περιπλανηθήκαμε σε κάθε είδους δρόμο, σχεδόν κάθε ώρα. Χωρίς να είμαι θιασώτης των V μου άρεσε αυτό που άκουγα (όχι τόσο όσο ένας 4κυλ. 16v, όπως αυτοί που κουρνιάζουν μέσα σε ένα CBR ή CBF), όπως επίσης μου άρεσε το σκαλοπάτι της απόδοσης λόγω του μεταβλητού χρονισμού των βαλβίδων.



Μιλώντας για μοτοσυκλέτες αναφέρω μια είδηση που αλίευσα από διαδίκτυο και αποτελεί άλλη μια έντονη εικόνα απαισιοδοξίας. Στη Ρόδο λοιπόν, στην περιοχή της Κολώνας μέλη ενός συλλόγου ιδιοκτητών Harley Davidson, έθεσαν στην πυρά, έκαψαν δηλαδή, μια μοτοσυκλέτα Harley έξω από τα γραφεία ενός άλλου «αντιπάλου» συλλόγου Harley.

Αυτόματα τίθενται μερικές ερωτήσεις, όπως: τι σπρώχνει έναν πολίτη να αγοράσει μια Harley στη Ρόδο; Αν υποτεθεί ότι έχουμε μια ικανοποιητική απάντηση εδώ, προχωρούμε  στο δεύτερο ερώτημα: Πόσοι να είναι αυτοί ώστε να μην αρκεί ένα, αλλά να απαιτούνται δυο fan club; Ας υποθέσουμε ότι η λογική μπορεί από κάπου να δώσει και εδώ μια απάντηση. Εκεί όμως που ασφαλώς δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί, ούτε κάποια υπέρτατη σκέψη, είναι στην ερώτηση τι μπορεί να είναι αυτό που έσπρωξε δυο τουλάχιστον πολίτες να πυρπολήσουν μοτοσυκλέτα μέλους του «άλλου» συλλόγου. Συμπέρασμα: Η πνευματική υστέρηση συχνά αποδεικνύεται περισσότερο επικίνδυνη από την ψυχοπάθεια. 

Για το φινάλε, επιστρέφουμε πάλι στον Valéry. Κατά πως μας τα λένε οι μελετητές του Γάλλου φιλοσόφου, η δομή της φιλοσοφίας του ήταν περισσότερο συντηρητική, παρά ριζοσπαστική, αυτό όμως καθόλου δεν τον απέτρεψε από το να διατυπώσει την άποψη πως: «Η πολιτική είναι η τέχνη να εμποδίζεις τους ανθρώπους να ανακατεύονται σε όσα τους αφορούν». Αν μάλιστα συνειδητοποιήσουμε ότι εγκατέλειψε τα εγκόσμια λίγο πριν το τέλος του δεύτερου Μεγάλου πολέμου του 20ου αιώνα, ένα μόλις χρόνο μετά την απελευθέρωση των Παρισίων από τους Γερμανούς, ο λόγος του έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία.

Κι επειδή μνημονεύθηκε ο Valéry, ας θυμηθούμε και τη σχέση το με έναν «δικό μας», ποιητή, οραματιστή, διανοητή, τον Άγγελο Σικελιανό. Γνωρίστηκαν στον μεσοπόλεμο στο Παρίσι και λίγα χρόνια αργότερα, ο Α.Σ. συντροφιά με την δεύτερη σύζυγό του, Άννα Καμπανάρη ζούσε στην Σαλαμίνα σε ένα σπίτι που του παραχωρήθηκε από τη παρακείμενη Μονή Φανερωμένης.

Πρόσφατα ανακαινισμένο στέκει περήφανο να μας θυμίζει την μαγική ομορφιά  που είχε ο κόλπος της Ελευσίνας πριν από 80 χρόνια, καθαρός από όλη την μεταπολεμική βιομηχανική του εξέλιξη και το πλήθος των καραβιών που στέκουν παρατημένα.

Για να δώσω κι΄ έναν ένα απρόσμενο μεν, απαραίτητο δε, τόνο αισιοδοξίας, ας πούμε ότι αισιοδοξώ ότι κάποτε θα διαβάσω και τα περίφημα «Τετράδια» του Valéry. Φτάνει να είναι καλοκαιράκι και να υπάρχει ένα δίτροχο ώστε να γλυκάνει όλα τα αχώνευτα της καθημερινότητας.