Η Ωραία Ελλάς (μέρος δεύτερο) - 30 Απριλίου 2013 PDF Print E-mail
(όπου συνεχίζουμε και ολοκληρώνουμε με το τελευταίο τμήμα της περιήγησης.)

Βρισκόμασταν στην Καβάλα. Βράδυ με κρύο. Τα μαγαζάκια στην παλιά πόλη με λίγη ζωή, το κάστρο στην κορφή και μια νησίδα φωτισμένης γης που πολεοδομικά, οικιστικά συντηρεί τη γλύκα των προηγούμενων αιώνων, να εισβάλει μέσα στο σκοτεινά νερά του Αιγαίου.

Την επόμενη μέρα οδηγώντας για λίγο στην πόλη, στο στενό παραθαλάσσιο τμήμα της και στο ψηλότερο με τη θέα, σκέφτηκα την όχι και πολύ “νορμάλ” άποψη ότι το σκηνικό της Καβάλας όπως και αυτό τη Καστέλας, είναι πιο όμορφο, πιο ενδιαφέρον από το αντίστοιχο του πριγκιπάτου του Μονακό. Το πρόβλημά μου ήταν ότι όσο το σκεφτόμουνα τόσο το πίστευα και με αυτές τις σκέψεις άφηνα πίσω τις αμμώδεις παράλιες της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Μακεδονίας για την ενδοχώρα της Θράκης και τη Ξάνθη.

Η περιοχή, τούτη, είναι πλήρως ενσωματωμένη στην Ελλάδα λιγότερο από έναν αιώνα. Η παλιά πόλη αποκαλύπτει τη γνωστή γοητεία που διατηρούν οι περισσότερες παλιές πόλεις. Δαιδαλώδης στη ρυμοτομία της, αναδεικνύει τις ανάγκες άλλων κοινωνιών οι οποίες έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις τρέχουσες. Κάτι παραπάνω από εμφανής η αντίθεση με το γιγάντιο εμπορικό πάρκο που κείται νότια. Η Ελλάδα που αλλάζει. Από την λαβυρινθώδη, για τον ταξιδιώτη, παλιά πόλη με λίγη προσπάθεια βγαίνεις βόρεια στον περιφερειακό όπου αρχίζει και η ορεινή πορεία στα υψώματα της Ροδόπης\

 

Στα Πομακοχώρια.

Με πορεία προς Βορρά, προς τη Σμίνθη, τον Εχίνο, το σκηνικό μας βάζει στη λογική της περιοχής. Μια αποτυχημένη απόπειρα να φτάσουμε από τον Εχίνο στην Κοτάνη μέσω του συντομότερου χωματόδρομου μας αναγκάζει να χάσουμε δυο περίπου ώρες αλλά μας χαρίζει αντίστοιχο χρονικό διάστημα περιπέτειας ανάμεσα στις οξιές πάνω στον ταλαιπωρημένο από τις καταρρακτώδεις βροχές δασικό δρόμο. Η μεγάλη από το έδαφος απόσταση και η αποτελεσματική τετρακίνηση του L 200 δεν αρκούν αν έχει καταρρεύσει ο δρόμος στο σύνολο του πλάτους του. Έτσι επιστροφή και μέσω Θερμών και Μέδουσας ταξιδεύοντας ανατολικά δίπλα στη κοίτη του ποταμού Κομψάτου, φθάνουμε στην Κοτάνη και στο σπουδαιότερο κομμάτι, του σχεδόν εγκαταλελειμμένου χωριού, την παραδοσιακή ταβέρνα του Τζεμίλ Χαλίλογλου.

Η εμμονή του Τζεμίλ να κρατήσει ότι μπορεί να κρατηθεί εκεί, στην εσχατιά του τόπου, έχει γίνει κι άλλες φορές θέμα στα Μέσα. Στο ημίφως του φιλόξενου μικρού κτιρίου ο Τζεμίλ και η σύζυγός του εργάζονται κάθε Σαβατοκύριακο, ξετυλίγουν την ιστορία της ζωής τους, επιμένουν και απορούν για κάποια θέματα. Πως π.χ. η τιμή στο χαράτσι της Δ.Ε.Η μπορεί να είναι ίδια στο κέντρο της Ξάνθης με την απόμακρη και σχεδόν εγκαταλελειμμένη Κοτάνη, ή γιατί να καταβάλουν τέλος Ε.Ρ.Τ. όταν ποτέ δεν φθάνει εκεί το σήμα της, ή ακόμα γιατί να πληρώνουν πάγιο στον λογαριασμό του Ο.Τ.Ε. όταν τις μισές μέρες του μήνα δεν έχουν τηλέφωνο. Δεν είχα απαντήσεις και εκείνοι ασφαλώς, δεν χρειάζονταν τη συμπόνια του πρωτευουσιάνου.

Ο Τζεμίλ μου κάνει λόγο για τη πολύ ιδιαίτερη θέση των Πομάκων. Για το γεγονός ότι δεν ανήκουν πουθενά. Σουνίτες και Μπεκτασίδες (η σέκτα που ιδεολογικά βρίσκεται πιο κοντά στον ορθόδοξο Χριστιανισμό) Μουσουλμάνοι στο Θρήσκευμα. Μιλάνε Ελληνικά, Τουρκικά που διδάσκονται στα σχολειά και Πομάκικα που μαθαίνουν στο σπίτι. Μια γλώσσα με ρίζα Βουλγάρικη που δεν έχει γραπτό λόγο και όμως επιβιώνει.

Μαζί με τους μαγαζάτορες, βρισκόμασταν στην ταβέρνα συνολικά τρία ζευγάρια. Μετά από λίγα λεπτά ανακαλύψαμε το κοινό μας σημείο, το οποίο ασφαλώς έχει τις ρίζες του στην ύφεση. Έτσι λοιπόν, ένας Καβαλιώτης με σύζυγο Αγγλίδα, δυο Αθηναίοι και δυο κάτοικοι Κοτάνης ανακάλυψαν ότι τα τέκνα τους ζούσαν και εργάζονταν στην Αγγλία. Πριν μισό αιώνα η κίνηση γινόταν με εργατικό δυναμικό. Στις μέρες μας γίνεται κυρίως με σπουδασμένα παιδιά. Ο ανθός της κοινωνίας εγκαταλείπει την πατρίδα του προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Ίσως πιο ζοφερής.

Ενθυμούμενος το τραπέζι, περιττό να απαριθμήσω τις λιχουδιές, τους καλούς τους τρόπους, την ευγένεια και λυπάμαι που το θέτω έτσι κοφτά, αλλά και το πόσο οικονομικά στοίχισαν όλα τούτα. Αναχωρήσαμε με την ενδόμυχη υπόσχεση ότι κάποια στιγμή πρέπει να ξαναγυρίσουμε.

Με την μέρα να οδεύει γοργά προς το τέλος της, η δύση θα μας έβρισκε πάνω στα ορεινούς όγκους της Ροδόπης, στο συνοριακό φυλάκιο και στο δρόμο του γυρισμού. Λίγα χιλιόμετρα πριν την είσοδο στον Εχίνο ένας ηλικιωμένος, κρατώντας ένα δενδρύλλιο που είχε ξεριζώσει, μας σταματά. Το φορτώνουμε στην καρότσα και του ανοίγω την πίσω πόρτα του L 200. Πιάνουμε την κουβέντα μέχρι να τον αφήσω σπίτι του.

Το δένδρο ήταν πράουσκα, ένα είδος δαμασκηνιάς. Αφού μεταφυτευτεί, θα προλάβει να καρπίσει φέτος με καρπούς που, όπως λέει, έχουν θεραπευτικές ιδιότητες. Στα 68 του χρόνια ο Αχμέτ προσπαθεί να τα φέρει βόλτα με μια μικρή σύνταξη και επιστρατεύοντας όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει απασχολούμενος στη γη. Δεν θα δεχόταν να τον μεταφέρουν Βούλγαροι διότι πιστεύει ότι πολλοί από αυτούς ενέχονται με κλοπές αγροτικών εργαλείων και εξοπλισμού. Αναφέρει ότι από τότε που άνοιξαν τα σύνορα, άρχισαν και αυτά τα προβλήματα.

Την ώρα που φτάσαμε σπίτι του, μια φτωχική μικρή κατοικία που έπρεπε να μοιραστεί στα έξι όταν πέθανε ο πατέρας τους, τόσα αδέλφια ήταν, το μεγάφωνο από το παρακείμενο τζαμί έλεγε ότι είχε να πει. Μου είχε διηγηθεί την περιπέτεια της ζωής του, την μάχη για επιβίωση, το χαμένο παιδί, τα χρόνια τα στερνά. Με παρακάλεσε να περιμένω. Μετά από λίγα λεπτά επέστρεψε ασθμαίνων, κρατώντας ένα ξύλινο τελάρο μελισόπιττας.

Τυλίγοντας το σε λαδόκολλα, και πακετάροντας το προσεκτικά, μου το πρόσφερε λέγοντας με την ξεχωριστή προφορά και τη βραχνή φωνή του: “Για το καλό πούκανες σήμερα” εννοώντας το αγώι και συμπλήρωσε χαμογελώντας χωρίς να στηρίζεται στο μπαστούνι του: “Να τρως κάθε μέρα δεν σε θα πιάνει αρρώστια”. Ιδιαίτερα συγκινητική και θέλω να πιστεύω πηγαία, ανιδιοτελής χειρονομία.

Άφηνα πίσω τον Εχίνο, στην τελευταία, μπλε, απόχρωση ενός προχωρημένου χειμωνιάτικου απογεύματος. Άφηνα πίσω μου τα Πομακοχώρια ευρισκόμενος σε σύγχυση. Μέχρι να βγω στα πεδινά επεξεργαζόμουν όσα είχα ακούσει. Εκεί, μόλις είχε τελειώσει ένα ματσάκι στα “Πηγάδια” και οι στενές ευθείες γύρω από το γήπεδο ήταν πλημμυρισμένες από τα αυτοκίνητα των θεατών. Μέσω Εγνατίας, γοργά στην Αλεξανδρούπολη η οποία δεχόταν τη βία θυελλωδών νοτιάδων.

 

 

 

 

 

 

Στις ανατολικές πύλες.

Το επόμενο πρωινό, οι νοτιάδες είχαν μουσκέψει με θαλασσινό σπρέι όλη τη γη σε βάθος δεκάδων μέτρων και κάτω από τον νεφοσκεπή ουρανό, οδηγώντας ανατολικά, φθάνουμε στους Κήπους. Σαρανταέξι χρόνια νωρίτερα, εκεί, ο πρώτος πρωθυπουργός της στρατιωτικής δικτατορίας, αυτός που βιαίως διαδέχθηκε τον Π. Κανελλόπουλο, πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αντιμετώπισε τον νεότερο πρωθυπουργό της Τουρκίας, Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ και άνοιξε την Κερκόπορτα, αποσύροντας την Ελληνική μεραρχία από την Κύπρο. Σε λιγότερο από επτά χρόνια το δράμα θα ολοκληρωνόταν. Στις μέρες μας, άλλα 41 χρόνια μετά την εισβολή και τριάντα μετά την ίδρυση “κράτους” στο νησί, η λευκή ημισέληνος στο κόκκινο φόντο κυματίζει “απέναντι” με την γαλανόλευκη να κυματίζει από “εδώ”. Στη μέση πάντα το ποτάμι και ανάμεσα τους αιώνες με βία, αίμα, πυρ και δράμα. Αναζητούνται λύσεις.


Ακολούθως κατευθυνόμαστε προς βορά. Στο Σουφλί, μια σειρά από παρατημένα κτίρια σπάνιας ομορφιάς κλέβουν την προσοχή. Οι φούρνοι κλειστοί. Ανοικτό και γεμάτο το μπουγατσάδικο, δίπλα σε ένα παραδοσιακό καφενείο που έχει καιρό εγκαταλειφθεί. Το αυτό ισχύει και για ένα μεγάλο ποσοστό, από μικρές επαγγελματικές στέγες, κάθε είδους που παραμένουν κλειστές, θύματα της ύφεσης και αυτές.

Λίγο αργότερα φτάνουμε στον βορειονατολικότερο οικισμό της Ελλάδας. Ορμένιο. Εγκαταλελειμμένος σιδηροδρομικός σταθμός, στο χρώμα του κρόκου του αυγού, κάτω από τον βαρύ ουρανό. Οι ράγες σκουριασμένες, εκτείνονται πέρα από το οπτικό πεδίο. Δυο μεσόκοπες χωριανές μαζεύουν χόρτα από τη βρεγμένη γη και συζητήσεως γενομένης νοσταλγούν την εποχή που μπορούσαν να κατεβαίνουν στο Σουφλί ή στο Διδυμότειχο, προγραμματισμένα και οικονομικά.

Λίγα χιλιόμετρα πιο βόρεια τα οδικά σύνορα με τη Βουλγαρία παρουσιάζουν μια συνεχή ροή διελεύσεων οχημάτων από και προς την όμορη χώρα.

Παράλειψη μεγάλη θα ήταν,

αν δεν περνούσαμε από τις πρόσφατες ανασκαφές στο ύψωμα της Δοξιπάρας, όπου το 2004 ολοκληρώθηκαν οι έρευνες σε ταφικό τύμβο. Εκεί, δυο χιλιάδες χρόνια νωρίτερα, δίπλα στους λάκκους όπου είχε γίνει η αποτέφρωση των νεκρών, είχαν ταφεί πέντε τετράτροχες άμαξες, μαζί με τα υποζύγια τους. Με τις άμαξες, που λειτούργησαν ως σύμβολα κύρους, είχαν μεταφερθεί οι νεκροί οι οποίοι ήταν πλούσιοι γαιοκτήμονες. Στα κτερίσματα που βρέθηκαν και φυλάσσονται αλλού, περιλαμβάνονται χάλκινα λυχνάρια, χρυσά ελάσματα δακτυλιδιών, σκεύη μαγειρικής, επαργυρωμένα εξαρτήματα άμαξας, χάλκινες οινοχόες και φανάρια, όλα τους εξαιρετικά δείγματα τέχνης, λεπτουργίας και ομορφιάς, που σκοπό είχαν να συνοδέψουν του νεκρούς στο άλλο κόσμο.

Το εντυπωσιακό σύνολο των καύσεων, των αμαξών και των αλόγων αποτελεί μοναδικό εύρημα για τον Ελλαδικό χώρο και οδήγησε το υπουργείο Πολιτισμού στην απόφαση δημιουργίας εκθεσιακού χώρου, στην κορφή του λόφου, στο σημείο που ανακαλύφτηκαν. Εκεί, κάτω από ξύλινα παραπήγματα, επενδεδυμένα από διαφανή πλαστικά φύλλα, αποκαλύπτουν το παρελθόν με τρόπο άκρως συγκινητικό. Για τον επισκέπτη είναι ένα ταξίδι στον πρώτο μετά Χριστό αιώνα. Κάτω από ένα νεφοσκεπή ουρανό και από τους ισχυρούς νότιους ανέμους να ταλαιπωρούν τα διάφανα πλαστικά τους, τα παραπήγματα στέκονταν ορθά, άλλη μια απόδειξη της σημαντικότητας αυτών των πολιτισμών που αφήνουν τα λαμπρά ίχνη τους εδώ και 3.000 χρόνια.


Ο επιστάτης και συνοδός μας στην περιήγηση των ευρημάτων, κοίταξε το βιβλίο του. Είχαν περάσει 14 μέρες από την τελευταία επίσκεψη, δικαιολογώντας έτσι την μεγάλη του έφεση στην αφήγηση όσων βλέπαμε μπροστά μας. Λογικό αν συνυπολογισθεί ότι βρισκόμασταν στην καρδιά του χειμώνα. Τον ευχαριστήσαμε, τοις πράγμασι, αφήνοντας μια λιχουδιά, χαιρετίσαμε και τον μικρόσωμο φιλικό κύνα και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο ταφικό τύμβο της Δοξιπάρας αναχωρήσαμε. Κινηθήκαμε προς το Νότο στη στενή λωρίδα Ελληνικής γης, από 20 έως 30 χιλιόμετρα πλάτους που προς δυσμάς το έδαφος είναι Βουλγαρικό και προς ανατολάς βρίσκεται το ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας.


Το βράδυ μας βρήκε στην Κομοτηνή.

Μια πόλη που κρατιέται και από την παρουσία των φοιτητών. Το μουσουλμανικό στοιχείο είναι έντονο, τόσο στο χώρο με τα κτίρια, όσο και στους πολίτες με την αντίστοιχη ένδυση. Η αντίδραση από το Ελληνικό στοιχείο παραμένει απαράλλακτη όπως το 1993 και το 2003. Όταν λοιπόν σηκώσεις τη μηχανή να φωτογραφίσεις οτιδήποτε μουσουλμανικό, κάποιος θα σε πλησιάσει και φιλικά θα σε ενημερώσει για οτιδήποτε άλλο σπουδαιότερο και ελληνικότερο. Στα μάτια του πρωτευουσιάνου βέβαια, ένας μιναρές έλκει το βλέμμα ως κάτι ασυνήθιστο, ακόμα και μετά τις υπερβολικές δόσεις από τα Πομακοχώρια. Η ύφεση που πλήττει τον τόπο, έχει κάνει και εδώ την εμφάνισή της. Μικρά παραδοσιακά μαγαζιά που ήταν επί δεκαετίες ανοικτά, έκλεισαν τον κύκλο τους.

Πολύ βοηθητική η ένδειξη των δευτερολέπτων πάνω από του φανοστάτες στο κέντρο της πόλης, που δείχνουν το χρόνο που απομένει μέχρι να ανάψει το πράσινο, καθώς μειώνει πολύ το χρόνο αντίδρασης των οδηγών, βοηθώντας το κυκλοφοριακό. Εντύπωση επίσης προξενεί πόσα καταστήματα με είδη τροφίμων και ψιλικών είναι ανοικτά σε 24ωρη βάση.

Εγκαταλείποντας την πόλη με κατεύθυνση προς το Νότο, κινούμενοι στον κάμπο, ανάμεσα σε Διαλαμπή και Μωσαϊκό, αντικρίζω μια αταίριαστη σύνθεση που με τέσσερις λέξεις περιγράφει το σήμερα. Μια παλιά αγροικία στης οποίας το λευκό τοίχο ήταν γραμμένη η λέξη ΠΩΛΕΙΤΑΙ σε κόκκινα γράμματα και από κάτω οι λέξεις «Το νου σας» στα μαύρα συνοδευόμενες από τον Μαίανδρο. Η ύφεση πέρα από όλα τα δεινά που κόμισε, επιχειρεί να ανατρέψει κοινωνικές επιδιώξεις αιώνων.

Με την αδράνεια της εξουσίας του και με το είδωλο της φοροδιαφυγής, το κράτος στοχεύει σε κάτι πολύ περισσότερο από την άδικη, παράλογη υπερφορολόγηση. Ηθελημένα ή άθελά του οδεύει προς την έμμεση δήμευση και μάλιστα χωρίς να υποχωρεί σε τίποτα από το τεράστιο μέγεθός του, σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα. Σε συνδυασμό με την ανάδυση ιδεολογιών αποτυχημένων και βίαιων, ρηχών και μισαλλόδοξων, αναρωτιέμαι ποιος και πόσο θα επωφεληθεί από αυτό. Αν και η πρόταση: “Η Ελλάδα δεν είναι Βαϊμάρη” ακούγεται αναλγητικά. Στην επόμενη γωνία, κίτρινη πινακίδα: «απαγορεύεται το κυνήγι», μέσα σε ένα μουσουλμανικό νεκροταφείο. Σουρεάλ.

Ο ποταμός Κομψάτος που είχαμε συναντήσει Βόρεια στα Πομακοχώρια, κατεβαίνει με ορμή στα πεδινά σε μια φαρδύτερη κοίτη που ο δρόμος διασχίζει εγκάρσια. Αν δεν είσαι ντόπιος δεν είναι εύκολο να εκτιμήσεις, τη στιγμή που θες να περάσεις, αν είναι προσπελάσιμος. Περιμένεις λοιπόν και μόλις διακρίνεις ένα ταπεινότερο και παλαιότερο ημιφορτηγό να περνάει χωρίς δισταγμό, καλύπτεις και εσύ τα τριακόσια περίπου βρεγμένα μέτρα.

Λίγο πιο κάτω η Βιστωνίδα αποτελεί παράδεισο για τους φυσιοδίφες. Πελαργοί, Φλαμίνγκο, πάπιες, κάθε λογής πετούμενο, περισσότερα από 200 είδη, ζουν στον υδροβιότοπο.

Ευχάριστο απόγευμα, φωτεινό και ο δρόμος της επιστροφής στις εύκολες αλλά αδιάφορες μεγάλες εθνικές αρτηρίες μας οδηγεί στον περιμετρικό της Θεσσαλονίκης, στα Τέμπη, και από τη Λάρισσα το βράδυ μας βρίσκει στην Ρεντίνα. Τελευταίο βράδυ, μια απόπειρα να μπουν σε τάξη οι εικόνες και τα βιώματα ευτυχώς αποτυγχάνει και αφήνομαι σε μια βόλτα στην έρημη πλατεία, του χωριού, ανάμεσα στο ιστορικό κτίριο του σχολείου και στην εκκλησία, στο βραδινό κρύο με το μοσχοβόλημα από τους δρυς που καίγονταν στα τζάκια και στις σόμπες.

Για το φινάλε, θα προτιμήσω την ίδια πρόταση με την οποία έκλεισα το αντίστοιχο κείμενο πριν δέκα χρόνια, αν και αντιλαμβάνομαι ότι, στις μέρες μας, ο οποιοσδήποτε προγραμματισμός για ένα τόσο μακρύ χρονικό διάστημα εμπεριέχει και κάτι από υπερβολική αισιοδοξία.

“..Αν υπάρχουμε, αν είμαστε καλά, να επαναλάβουμε τον Ιανουάριο του ΄23, ποιος ξέρει με τι όχημα...”

 

Ένοπλες δυνάμεις και μετανάστευση

Το 1993 είχαμε επισκεφθεί, φιλοξενηθεί σε δυο στρατιωτικές μονάδες. Το 72 Σ.Π. στο Κιλκίς, όπου πριν μια δεκαετία είχα περάσει 8 μήνες της στρατιωτικής μου θητείας και την 16η Ε.Μ.Α. στο Πύθιο. Εκεί μας δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά τα νεοαφιχθέντα άρματα Μ60 με τα οποία μάλιστα πραγματοποίησα και βολές, με το πυροβόλο των 0.50''. Συζητήσαμε επίσης με τους αξιωματικούς και οπλίτες της μονάδας. Ουσιαστικό μεταναστευτικό πρόβλημα τότε δεν υπήρχε. Στα ανατολικά της χώρας, ο Έβρος δεν αποτελούσε πύλη αθρόας εισροής μεταναστών, το αυτό και για το αρχιπέλαγος. Οι παράνομες διελεύσεις των Αλβανών από βορρά είχα αρχίσει μαζικά από το '91 απότοκο τόσο της κατάρρευσης του Αλβανικού κράτους όσο και της Ελληνικής αδυναμίας να φρουρήσει τις κορυφογραμμές. Τα πρώτα πλήθη του γειτονικού κράτους απορροφήθηκαν άμεσα, όχι πάντα χωρίς προβλήματα, ως αγροτικό, κτηνοτροφικό, εργατικό προσωπικό προσδίδοντας μια έτι περαιτέρω αίσθηση ψευδής ισχύος στην ολοένα και διογκούμενη τότε φούσκα της Ελληνικής οικονομίας.

Σήμερα, ο ακριβής αριθμός των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι διαμένουν νόμιμα στη χώρα μας, είναι 537.237, ενώ ο αριθμός των συλληφθέντων αλλοδαπών από το 2008 και μέχρι το 2012 ανέρχεται σε 577.900 άτομα. Το πλήθος των παρανόμων διαμενόντων είναι άγνωστο ενώ εξ' ίσου θολή είναι η συζήτηση για το αν, οι μετανάστες, έκαναν, κάνουν δουλειές που δεν θέλουν να κάνουν οι ντόπιοι ή αν κατέβασαν τόσο τα μεροκάματα ώστε να μην μπορούν να ανταποκριθούν οι αυτόχθονες. Το πρόβλημα είναι πελώριο και δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από ιδεολογικές ταμπέλες κάθε τύπου. Καλό δε, θα είναι για να λυθεί ή έστω για να αντιμετωπισθεί να κληθούν να προτείνουν και να αποφασίσουν αυτοί που πλήττονται από αυτό και όχι η πολιτική σκηνή που συνήθως αποφασίζει χωρίς να γνωρίζει, χωρίς να νοιώθει και συχνά δίχως να ακούει. Αν μάλιστα απουσίαζαν και οι φωνές εναντίωσης ή υπεράσπισης που συχνά περνούν στο επίπεδο της επαγγελματικής υπερβολής το κλίμα θα ήταν πιο ήπιο.

Γράφω τα παραπάνω έχοντας στο νου τις σημαντικές μεταβολές που δέχθηκε, δέχεται ο τόπος εξ' αιτίας της μαζικής και σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτης μετανάστευσης. Κι όλα τούτα σε μια χώρα που δεν είχε καμιά εμπειρία, αλλόθρησκης, ξενόγλωσσης, μαζικής εισροής αλλοεθνών. Οι ανταλλαγές πληθυσμών μετά το '22, πιθανότατα οι μεγαλύτερες σε παγκόσμια κλίμακα, σαφώς υπήρξαν περισσότερο βίαιες για τον κοινωνικό ιστό, ήταν όμως μια τελείως διαφορετική περίπτωση. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ένας φιλόξενος λαός μεταβλήθηκε σε μια δεκαετία σε ρατσιστικό. Βεβαίως, τώρα γνωρίζει την πίεση σε αυτό το επίπεδο με αυτή την ένταση και συμβαίνει αυτό που έχουμε ξαναπεί. Είναι η μεγάλη ποσότητα εισροής, που επηρεάζει την όποια ισορροπία, την όποια ποιότητα.

Το 2003, καθώς το 72 Σ.Π. δεν λειτουργούσε πια, περιοριστήκαμε στην 16η Ε.Μ.Α. όπου μετά παρέλευση δέκα ετών είχαμε παρατηρήσει πως, δίχως να χαθεί το ετοιμοπόλεμο,ή η αίσθηση της πειθαρχίας, κυριαρχούσε μια σαφώς μεγαλύτερη μέριμνα για τις συνθήκες που αντιμετώπιζαν οι έφεδροι. Ένα σημάδι ενθαρρυντικό όχι μόνον για την τύχη όσων υπηρετούν αλλά και για την ευρύτερη κοινωνική συνοχή καθώς μετά το σοκ του μετεμφυλιακού κλίματος και ασφαλώς την επταετία 67 – 74, το ένοπλο τμήμα του Ελληνικού λαού είχε απεξαρτηθεί από ένα στείρο, δογματικό εθνικισμό. Βεβαίως ανάμεσα στο 1993 και στο 2003 είχε μεσολαβήσει των σοκ των Ιμίων, προφανώς μικρότερο σε ένταση και έκταση από εκείνο του θέρους του '74, αλλά η πέραν του Ατλαντικού εντολή: “no ships, no troops, no flags” απέτρεψε την ένοπλη εμπλοκή, τη στιγμή που η ευρωπαϊκή αυλή παρέμενε ένοχα σιωπηλή. Ο τόπος μας το είχε αυτό. Οι ρόλοι των εχθρών και των συμμάχων ήταν συγκεχυμένοι και μεταβαλλόμενοι.

Όπως και να έχει, σε αντίστοιχη αίτηση για μια εκ νέου επίσκεψη στην 16η Ε.Μ.Α. η απάντηση υπήρξε αρνητική: “λόγω αυξημένων υπηρεσιακών αναγκών της μονάδας”. Κρίμα, διότι θα είχε ενδιαφέρον να δούμε και να ακούσουμε την άποψη των διοικητών αυτών των μονάδων, σε εκείνα τα ευαίσθητα εδάφη, στην εποχή της βαθύτερης μεταπολεμικής ύφεσης, τώρα που έχει πέσει και η ιδέα της άρσης της υποχρεωτικής θητείας, τώρα που υψώνονται φράκτες.

Mitsubishi L200 4WD Double Cab Intense Plus 178 HP.

Εκείνο το απόγευμα που αφήσαμε το ASX στην Θεσσαλονίκη και επιβιβαστήκαμε στο L200 μου κακοφάνηκε. Νόμιζα ότι άφησα ένα επιβατικό και βρέθηκα σε ένα φορτηγό. Κι έτσι ήταν. Η θέση οδήγησης ήταν διαφορετική, με τα γόνατα να σχηματίζουν μικρότερη γωνία, το αμάξωμα να χοροπηδάει σε κάθε ανωμαλία, το τιμόνι αργό, βαρύ και το βράδυ με έβρισκε να χαζεύω το πολυόργανο που έγραφε καταναλώσεις αυξημένες, στην καλύτερη περίπτωση κατά 50% σε σχέση με το ASX.

Λίγες ώρες αργότερα παλεύοντας στους δασικούς δρόμους της Ροδόπης, περνώντας από εκεί που καμιά “κούρσα” δεν πέρναγε, άρχισα να ξαναθυμάμαι τις αρετές των ημιφορτηγών. Που μπορούν να κουβαλούν βάρος περισσότερο από το 50% της μάζας τους, που φορτωμένα οδηγούνται καλύτερα, που έχουν πια τις ανέσεις και την ασφάλεια ενός επιβατικού, που η τετρακίνησή τους τα μετατρέπει σε σπουδαία εργαλεία ακόμα και στο πιο δύσκολο περιβάλλον.


Αναθεώρησα επίσης και το θέμα της κατανάλωσης καθώς το εξέτασα εκτός της λανθασμένης σύγκρισης με το ΑSX. Δηλαδή, φορτωμένο με 600 κιλά απόβαρο, να βγάζει μια μ.ω.τ. της τάξης των 124 χλμ/ώρα καταναλώνοντας 10,4 λίτρα πετρελαίου για κάθε εκατό χιλιόμετρα δεν πρέπει να θεωρείται ενεργοβόρο. Ένα ολότελα αντιαεροδυναμικό σχήμα συνολικού βάρους 2,5 τόννων κινούμενο τόσο γρήγορα δεν γίνεται με τη τρέχουσα τεχνογνωσία να κινηθεί οικονομικότερα.

Άνετο, εύχρηστο, δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα επιβατικά με το κεντρικό πολυόργανο να μεταφέρει πλήθος χρήσιμων πληροφοριών στον οδηγό, όπως η βαρομετρική πίεση και η θερμοκρασία, οι καταναλώσεις, η αυτονομία κ.ά.

Τα περισσότερα από πέντε μέτρα μήκους και τα σχεδόν δυο μέτρα πλάτους του δεν θα προβληματίσουν το χειριστή, η δύναμη είναι παρούσα από χαμηλά ενώ η ευχρηστία είναι σύμμαχος, στη δουλειά, στην περιπέτεια, στην καθημερινότητα. Με € 25,843 καλύπτει κάθε πιθανή ανάγκη, ικανοποιεί κάθε επιθυμία με άνεση και ευκολία.

Είναι λανθασμένο και άδικο τέτοια οχήματα να μην μπορούν να τα προμηθευτούν, να τα χαρούν ιδιώτες και να απευθύνονται αποκλειστικά σε επαγγελματίες. Αν υποτεθεί ότι η απαγόρευση της πετρελαιοκίνησης στα μεγάλα αστικά κέντρα είχε ως άλλοθι τους ρύπους, ποια να είναι άραγε η δικαιολογία για την απαγόρευση της χρήσης των ημιφορτηγών από ιδιώτες;

Για τα μοναδικά χειμερινά ηλιοβασιλέματα στη βόρεια Ελλάδα.

Το 1993 αντίκρισα με δέος το τεράστιο πανό κοντά στις όχθες του Νέστου “Προσεχώς Βουλγάρες” (αριστερά), που αποκάλυπτε την μεγαλύτερη χυδαιότητα του διαγραφόμνεου νεοπλουτισμού σε συνδυασμό με την πτώση του υπαρκτού. Είκοσι χρόνια αργότερα, έπειτα από το ξέσπασμα του λαϊκού καπιταλισμού της Σοφοκλέους, ούτε δέκα από το σάρωμα των Ολυμπιακών αγώνων, μετά τις πρόσφατες περιπετειώδεις εκλογικές αναμετρήσεις, ύστερα από αλλεπάλληλα σκάνδαλα και την έλευση του Δ.Ν.Τ. τα πράγματα επι του θέματος είναι πολύ πιο «μαζεμένα» και διακριτικά (δεξιά).

Διδυμότειχο αριστερά, Ορμένιο δεξιά. Η παρατημένη Ελλάδα.