Το χθεσινό Σαββάτο (14.04.2013) PDF Print E-mail

Κάτι σαν τον μήνα του μέλιτος, διάγω με την, περιστασιακά, «δική μου» λευκή CBF, από την οποία δυσκολεύομαι να περάσω χρόνο μακριά της. Σαββάτο χθες και το πρωινό που ήταν ελεύθερο υποχρεώσεων, αποδείχθηκε λαμπρή ευκαιρία για λίγα χιλιόμετρα.

Ανοιξιάτικη μέρα, με υψηλές θερμοκρασίες, άπνοια, αν εξαιρέσεις ένα ξέπνοο νοτιαδάκι και η εθνική αρτηρία τελείως αδιάφορη.

Τουναντίον, το παράλληλο σύμπαν της επαρχιακής οδού, που ξετυλίγεται δίπλα τον άξονα της εθνικής δεν σε άφηνε ούτε λεπτό να βαρεθείς. Πολύ κίνηση, μέχρι την Μαλακάσα, ενώ σε πολλά σημεία, η πυκνή διέλευση βαρέων οχημάτων έχουν πακτώσει τον ασφαλτοτάπητα στα δυο ρεύματα κυκλοφορίας, αφήνοντας μόνον την λεπτή λουρίδα της διπλής διαχωριστής στο … ύψος της. Αδιάφορο για τα τετράτροχα, ολίγον τρικυμιώδες για τα δίτροχα.

Αραιωμένη η κίνηση μετά τη διασταύρωση προς τη σκάλα Ωρωπού, καθώς από τα υψιλότερα κατεβήκαμε στο επίπεδο της θάλασσας. Στον παραλιακό δρόμο, μέχρι το Δήλεσι και την Αυλίδα, κόσμος πολύς. Ψώνιζε, ταξίδευε, κυκλοφορούσε.

Στην παραλία αυτή, θέλει ο μύθος τον Αγαμέμνωνα να θυσίαζει τη θυγατέρα του και να ξεκινά με αίμα ο Τρωϊκός πόλεμος, ο οποίος θα κλείσει με αίμα, χρόνια αργότερα στις Μυκήνες.

Κάθε άλλο παρά μύθος όμως, ήταν η «σφαγή στο Δήλεσι». Ένα γεγονός, που συνέβη το 1870 με πολλές αναγνώσεις και άλλες τόσες ερμηνείες και σηματοδοτεί την εποχή που η Ελλάδα, προσπαθούσε να βρεί ισορροπίες, τα πρώτα μεταπαναστατικά χρόνια.


Και φθάσαμε στη Χαλκίδα

Εκεί, είχα ανακαλύψει, πριν καμιά δεκαπενταετία, το κατάστημα που διέθετε την καλύτερη, σύμφωνα με τα γούστα μου, κασερόπιτα της Ελλάδας. Είχαν περάσει κάποια χρόνια από την τελευταία φορά που τις είχα γευθεί και αφού παρκάρισα το CBF δίπλα σε άλλα δίτροχα κατευθύνθηκα πεζή στο «Κύπρος». Έτσι το έλεγαν. Πλην όμως, δεν το βρήκα. Ρώτησα σε παρακείμενο ξενοδοχείο τι συνέβη: «Πέθανε ο άνθρωπος που το είχε και έκλεισε, μπορεί να είναι και τέσσερα χρόνια από τότε» ήταν η απάντηση.

Γύρισα λίγο την πόλη. Αντίκρυσα το άγαλμα του Σκαλκώτα. Νίκος και αυτός. Οι μουσικές μου γνώσεις είναι πολύ φτωχές για να αντιληφθούν το μέγεθος του συνθέτη, ο οποίος στα δημιουργικά του χρόνια αντιμετώπισε μεγάλη συμπαιγνία. Μετά θάνατον πάντως, αναγνώριστηκε σαν ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς του 20ου αιώνα. Συνθέτει μαζί με τους Σοστάκοβιτς, Στραβίνσκι, Σένμπεργκ, τα τέσσερα μεγάλα "Σ" του προηγούμενου αιώνα. Ο Σκαλκώτας γεννήθηκε στην Χαλκίδα αλλά στα έξι του χρόνια, το 1910, ήρθε με την οικογένειά του στην Αθήνα.

Αντίστροφη τροχία ακολούθησε το έτερο μεγάλο «Σκα» της πόλης, ο μπάρμπα - Γιάννης Σκαρίμπας. Γεννήθηκε στην Αγία Ευθυμία της Παρνασσίδας και πέντε χρόνια μετά την αναχώρηση του Σκαλκώτα, το 1915, έρχεται στην Χαλκίδα, στα 22 του χρόνια, αφού έχει τελειώσει το Γυμνάσιο και αφού υπηρέτησε ανθυπασπιστής στο περίφημο 5/42 σύνταγμα των Ευζώνων. Θα ζήσει στην πόλη, ταξιδεύοντας ελάχιστα, μέχρι την τελευαία του ανάσα, άλλα 69 χρόνια έως τον Γενάρη του 1984. ‘Ενας ταπεινός τελώνης ήταν, αλλά το συγγραφικό έργο που παρήγαγε ήταν τολμηρό, πρωτοποριακό, συγκινητικό και τελικά ανθρώπινο.

Στο πίσω μέρος της πλατείας όπου βρίσκεται το άγαλμα του Σκαλκώτα, ένα ιντερνετ καφέ φιλοξενούσε στο ημίφως του αρκετούς νέους, που προτιμούσαν το χλωμό φως της οθόνης από το λαμπρό ανοιξιάτικο ήλιο. Το γράφω χωρίς διάθεση κριτικής.

Λίγα μέτρα πιο κάτω, η εικόνα της παρακμής της εποχής μας. Γωνιακό, μεγάλο μαγαζί που αγοράζει χρυσό σε κάθε είδος. Το γράφω με κάθε διάθεση κριτικής απέναντι σε μια οικονομία που ψυχορραγεί, μέσα σε ένα πληθυσμό που αγωνιά και με το ερώτημα: γιατί τα περισσότερα μαγαζιά αυτού του είδους, έχουν κοινή όψη;


Η πληθώρα

των χώρων στάθμευσης της πόλης αναδεικνύει το μεγάλο πλήθος των οχημάτων, ίσως και μια έλλειψη δημοτικής πρόνοιας. Όσο πιο μακριά από το κέντρο, τόσο μικρότερο και το αντίτιμο που καταβάλει ο σταθμεύσας. Λογικό. Σε κάθε περίπτωση είναι πολύ πιο οικονομικά από την πρωτεύουσα. Επίσης λογικό.

Σπάνια η εικόνα από το προπολεμικό ακίνητο που αν το καδράρεις μόνο του είναι ικανό να σε γυρίσει πίσω στο χρόνο. Η κουρτίνα που κυματίζει έξω από το παράθυρο θα ήθελα να είναι η μοναδική έξωθεν μαρτυρία ότι το ακίνητο κατοικείται και όχι μια ακόμα ένδειξη ότι δεν κατοικείται.

Η απόπειρα να βρω την ποιότητα του «Κύπρος» ακολουθώντας την συμβουλή του ξενοδόχου: «υπάρχουν τόσα άλλα τυροπιτάδικα» απέτυχε αφού δεν την ανακάλυψα τόσο χθες στην Χαλκίδα, όσο και αλλού στο παρελθόν.


Το μεσημέρι προχωρούσε, η πόλη έσφιζε από ζωή, η θερμοκρασία ανέβαινε, ο ελεύθερος χρόνος μου τελείωνε και καθώς ακολουθούσα το ίδιο, περίπου, δρομολόγιο, εκτός εθνικής για την επιστροφή, παρατηρούσα και μερικούς τολμηρούς που ήδη κολυμπούσαν, σε αρκετά σημεία της ακτογραμμής. .

Τα 15 – 20 χιλιόμετρα μέσω του ορεινού περάσματος του Αγ. Μερκουρίου, που πανηγυρικώς γιόρταζε την άνοιξη, ήταν και τα τελευταία πριν τον αστικό ιστό και όλο τον εκνευρισμό που εγγυώνται οι φορτωμένες οδικές αρτηρίες του.

Λίγο αργότερα είχα επιστρέψει. Σβήνοντας το μοτέρ, έρριξα μια ματιά στα ψηφιακά όργανα.

Η CBF κι εγώ διανύσαμε συνολικά 150 χιλιόμετρα, για τα οποία καταναλώθηκαν 7,8 λίτρα καυσίμου. Δεν φανταζόμουν καλύτερη, οικονομικότερη ψυχαγωγία…