Δύο κόκκινα στίγματα: Ferrari 308 GTS - Toyota GT86 (19.01.2013) |
Ψηλά στο πέρασμα από τη Λαμία προς το Σκαμνό, πάνω στο παλιό οδικό δίκτυο, αντίκριζες την κοιλάδα του Σπερχειού καλυμμένη από το πρώτο λευκό επίπεδο των νεφών. Πάνω από τα κεφάλια μας ερχόταν το δεύτερο και μπροστά στα μάτια μας δύο κόκκινα στίγματα ανάμεσα στα μουντά χρώματα του χειμώνα Τα σενάρια είναι, ως επί το πλείστον, υποθετικά. Ξεκινούν όλα με τον τίτλο του ποιήματος του Kipling. «Αν», λοιπόν, είχαμε 35.000 ευρώ, περισσευούμενα και θέλαμε να τα διαθέσουμε σε ένα διασκεδαστικό όχημα, τι επιλογές είχαμε; Σε ό,τι αφορά οχήματα του παρόντος, ατυχώς μία μόνη. Για να μην αδικηθεί, όμως, το τρέχον αυτοκινητικό γίγνεσθαι, ας ορίσουμε, κάπως, τον όρο «διασκεδαστικό όχημα». Κουπέ, διθέσιο άντε 2+2, κίνηση στον οπίσθιο άξονα και, κατά προτίμηση, ατμοσφαιρικό μοτέρ. Μία, λοιπόν, πρόταση κι αυτή από εκεί που ανατέλλει ο ήλιος, Toyota GT86, και τι ντροπή για τη γηραιά, ή μήπως γερασμένη, ήπειρο... Στον αντίποδα, δηλαδή σε προτάσεις από το παρελθόν, προφανώς υπάρχουν πολλές επιλογές. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες, που μπορεί στις μέρες μας να αποκτηθεί με αυτόν τον προϋπολογισμό, είναι αναμφίβολα και μια Ferrari 308 GTS. Ιδού, λοιπόν, ένα εξωθεσμικό δίλημμα και πολύ περισσότερο η ευκαιρία να οδηγήσουμε δύο εκλεκτά οχήματα.
Για να αντιληφθούμε
το παράδοξο των συνθηκών ήταν πιο εύκολο να βρεθεί μια 308 GTS, παρά η GT86. Η μοναδική διαθέσιμη βρισκόταν «δέσμια» στο Βορρά. Την ώρα, λοιπόν, που οι πρώτες γαλανές ανταύγειες τρυπούσαν έναν βαρύ αττικό ουρανό, ο Πάνος κατευθυνόταν στο «Ελ. Βενιζέλος» για να ανέβει Θεσσαλονίκη, ενώ η υπόλοιπη ομάδα, έτοιμη, νεταρισμένη από την προηγούμενη μέρα, χωρισμένη σε δύο οχήματα, ανέβαινε οδικώς με σκοπό να βρεθούν στο τέλος της ευθείας της Ανθήλης. Για να μην ταλαιπωρηθεί αναιτίως η 308 GTS, φορτώθηκε σε τρέιλερ, βρήκαμε και όχημα ρυμούλκησης (Ευχαριστούμε Harry Kal !), ενώ ως όχημα υποστήριξης ένα πετρελαιοκίνητο Focus, χώρεσε τις σκαλωσιές, τα «εξαπτέρυγα», όλα τα... τσουμπλέκια του απαιτητικού, αλλά τόσο αποτελεσματικού φωτογράφου μας. Μέχρι να φτάσουμε στη βάση του Καλλίδρομου, να ξεφορτώσουμε, να ασφαλίσουμε εξοπλισμό και να αποφασίσουμε πού και πώς θα φωτογραφίζαμε, περιμέναμε και την GT86 από τη Θεσσαλονίκη, πλην όμως καθυστέρησε κάνα τρίωρο, καθότι η αντίληψη του χρόνου εκεί πάνω, είναι διαφορετική.
Όλο το βουνό, ήταν βουτηγμένο στην υγρασία. Στα ανήλια και υπήνεμα κομμάτια δεν θα στέγνωνε εκείνη την ημέρα και η μυρωδιά του υγρού δάσους κυριαρχούσε. Τα δέκα χιλιόμετρα που ενώνουν τον κάμπο με το ορεινό πέρασμα είναι μεγάλης ομορφιάς και ιδιαίτερης οδηγικής τεχνικής, ενώ η αραιή κυκλοφορία κάνει τα περάσματα πιο ασφαλή και τη δουλειά πιο εύκολη. Καθώς άλλαζα αυτοκίνητα για τις ανάγκες της φωτογράφησης, φλερτάριζα με την ιδέα της μικρής ιεροσυλίας, του να βάζεις δίπλα σε μια Ferrari εποχής μια σύγχρονη Toyota, μέχρι που εξέτασα την περίπτωση κάπως ταξικά. Τότε συνειδητοποίησα ότι ο ρόλος των δύο οχημάτων είναι εξίσου σημαντικός. Από τη μία η Ferrari αρέσκεται στο να είναι μια διαχρονική φαντασίωση πλέκοντας παντοιοτρόπως τούτο τον μύθο, από την άλλη η Toyota ξεκίνησε από την ευρωπαϊκή ανυποληψία για να φτάσει σε μια πελώρια αναγνώριση, τόσο σε επίπεδο πωλήσεων όσο και αγωνιστικής εμπλοκής και στα δύο κορυφαία επίπεδα του παγκόσμιου μότορσπορ. Σε επίπεδο F1 δεν γεύτηκε τις επιτυχίες και τους τίτλους που κατέκτησε σε επίπεδο WRC, αλλά και η Scuderia ούτε σκέφτηκε να διαβεί το κατώφλι των ράλι. Οδηγώντας την 308 GTS στα αντερείσματα του Καλλίδρομου κατάλαβα το δύσκολο έργο του Jean Claude Andruet, που με δεξί κάθισμα τη μικρή το δέμας Michèle «Biche» Espinosi - Petit έφεραν τη κόκκινη - γαλάζια (χορηγημένη από την Pioneer με το # 12 στις πόρτες) GTB τους στη δεύτερη θέση της Κορσικής του ’82, έχοντας πίσω τους ονόματα όπως Rohrl, Alen, Beguin, Saby, Frequelin, Mouton. Εχασαν βέβαια από το 5 Τurbo του κασκαντέρ Jean Ragniotti, αλλά χωρίς αμφιβολία το αποτέλεσμα τους τιμά. Ωραίο ζευγάρι οι Γάλλοι, συμμετείχαν κι άλλες φορές με 308 GTΒ, όπως στο 50ο Monte, στο Tour de France Automobile και στο Ράλι Targa Florio, όλες το ’82.
Τριάντα χρόνια αργότερα σε σύγκριση με τα τρέχοντα μοντέλα, η 308 GTS είναι ένα δύσκολο όχημα. Ξεκινώντας από τη θέση οδήγησης, που βολεύει τα μικρά κορμιά, καθώς η μεγάλη κλίση του παρμπρίζ φέρνει το τελείωμα του σχεδόν στο μέτωπο του οδηγού. Χωρίς υδραυλικά, ηλεκτρικά, ηλεκτρονικά, απηχεί την εποχή του. Σε κουράζει να την ξεπαρκάρεις, να την οδηγήσεις με χαμηλές ταχύτητες, ενώ στις υψηλότερες ελαφραίνει η αίσθηση του τιμονιού και απαιτεί προσοχή μέχρι να τη συνηθίσεις. Η θέση του κινητήρα, και η εξ αυτής οδηγική συμπεριφορά, θέλει επίσης προσοχή, καθώς μέχρι να το καταλάβεις, μόλις αρχίζει να γλιστρά η ουρά διορθώνεται με έναν τρόπο που ή δεν αποφεύγεις την υπερδιόρθωση, ή δεν το προλαβαίνεις. Υπάρχει δηλαδή ένα κρίσιμο, μικρό χρονικό μεσοδιάστημα που η αντίδραση δεν μπορεί παρά να είναι η απόλυτα σωστή. Δυσκολίες σε μια απαιτητική οδήγηση θα αντιμετωπίσεις και με το κιβώτιο.
Το «χτένι» στη βάση του επιλογέα μπορεί να είναι ένα τοτέμ της αυτοκίνησης, αλλά απαιτεί πιο ακριβείς κινήσεις, ενώ ο αριστερός τετρακέφαλος καταβάλλει βαρύ έργο με το σκληρό πετάλ του συμπλέκτη. Αλλαγή συμπεριφοράς χρειάζεται και στην επιβράδυνση, καθώς η απουσία του ABS και ο λιγότερο φορτωμένος εμπρόσθιος άξονας εύκολα μπλοκάρουν τους τροχούς και είναι η στιγμή που ο χειριστής πρέπει να επαναποκτήσει τις χαμένες ευαισθησίες του. Επίσης αν το φρενάρισμα είναι βίαιο σε καλή επιφάνεια η «μούρη» έχει την τάση να βουτάει, απότοκο ίσως των κουρασμένων εμπρόσθιων αναρτήσεων. Εννοείται πως απουσιάζουν συστήματα ελέγχου πρόσφυσης, οπότε την ισχύ την καθορίζει και πάλι η ευαισθησία της δεξιάς πατούσας. Με 240 ίππους από τον σχεδόν τρίλιτρο V8 κινητήρα σε περισσότερο από έναν τόνο μάζας δεν σε τρομάζει με τις επιδόσεις της. Η συγκεκριμένη, μάλιστα, φορούσε 16άρια, 50άρια αντί τα 14άρια, 70άρια ελαστικά, που προβλέπονταν όταν πρωτοκυκλοφόρησε. Δεν είναι, όμως, θέμα επιδόσεων, είναι θέμα αίσθησης και ήχου από τη διάταξη των κυλίνδρων και τα 40άρια Weber που παραπέμπουν σε άλλες εποχές. Ολα τούτα, συνδυασμένα, μας δημιουργούν ένα σύνολο μακριά από αυτό που έχουμε συνηθίσει τα τελευταία 20 χρόνια.
Πάμε στο σήμερα
Στο αντίποδα η GT86 είναι ένα σαφώς πιο εύκολο όχημα. Αξιοποιεί τα κελεύσματα της τεχνολογίας. Καλοζυγισμένη, με τον σούπερ καρέ boxer χαμηλά, όχι μόνον για καλύτερο κέντρο βάρους αλλά και για πιο αεροδυναμικές λύσεις, αν και κάποιοι γκρινιάζουν γιατί θα ήθελαν έναν εν σειρά με κάποιο εντυπωσιακό κόκκινο καπάκι. Δύο εκατοντάδες ίππων, από δύο ατμοσφαιρικά λίτρα, που σημαίνει ότι με 82 ίππους ανά λίτρο το μοτέρ της 308 GTS υπολείπεται σε αυτήν τη σύγκριση. Αδιάφορη χαμηλά, ξεσπάει ψηλά, παραμένοντας όμως φιλική. Εξαίρετο τιμόνι καταλαβαίνεις μονίμως πού κοιτούν οι τροχοί. Μιλώντας για τεχνολογία, οφείλουμε να θυμίσουμε το σύστημα τροφοδοσίας άμεσου ψεκασμού D-4S, με τα δύο μπεκ που εναλλάσσονται ανάλογα με τις απαιτήσεις και προσφέρουν χαμηλές τιμές κατανάλωσης όταν δεν πιέζεται το μοτέρ.
Σχεδιαστικά είναι ενδιαφέρουσα, μάλλον προδίδει την καταγωγή της, αλλά όσο υποκειμενικό κι αν είναι τούτο το θέμα, ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι δεν σου τραβά το βλέμμα. Αποτελεί μια πρόταση ισορροπημένη, χωρίς να προκαλεί. Εκφράζει μια αρμονία. Ομορφη μέσα κι έξω, ακόμα ομορφότερη και πιο αρμονική στην κίνηση, με το διαφορικό περιορισμένης ολίσθησης να σε βοηθά στις καλλιτεχνικές σου απόπειρες. Από τα τόσα και τόσα αυτοκίνητα που οδηγήσαμε φέτος δεν θυμάμαι να διασκεδάσαμε περισσότερο με κάποιο άλλο και πρέπει να πάω πολύ πίσω για να θυμηθώ κάτι σχετικά προσιτό, καθημερινό που να μας ευχαρίστησε τόσο. Ανησυχητικό ότι και τα υπόλοιπα είναι, ή καλύτερα ήταν, γιαπωνέζικα. ΜΧ5, ΜR2! Η γερασμένη Ευρώπη που είπαμε νωρίτερα. Θυμάμαι τα λόγια του Τetsuya Tada, ο οποίος ηγήθηκε της προσπάθειας κατασκευής του, για ένα όχημα που «θα έφερνε πίσω το ειδύλλιο με την αυτοκίνηση». Ε, λοιπόν! Το κατάφεραν.
Στο προκείμενο τώρα Προφανώς δεν τίθεται οποιοδήποτε θέμα διλήμματος. Πέραν του κοινού χρώματος, του πλήθους των τροχών και πιθανότατα του ποσού αγοράς, δεν υπάρχει άλλο κοινό στοιχείο. Ούτε καν σε τεχνικό πεδίο. Τι να συγκρίνεις από μια κατασκευή των μέσων της δεκαετίας του ’70 με σωληνωτό σασί, πλαστικά περιφερειακά, οκτώ κυλίνδρους, τέσσερα Weber να αναπνέουν στην πλάτη σου, ήχο, συμπεριφορά γοητευτικά πρωτόγονα, με ένα λαμπρό δείγμα αυτοκίνησης από την Ιαπωνία που επιχειρεί να αντισταθεί στην πλημμυρίδα των «καλών» αλλά αδιάφορων οχημάτων. Την 308 την αποκτάς για να τη φροντίζεις και για να βάλεις στο γκαράζ σου μια Ferrari. Δεν μπορείς να πας στη δουλειά σου και είναι πλέον του βεβαίου πως αν και όταν θελήσεις να την αποχωριστείς δεν θα χάσεις. Με την GT 86 θα συνδεθείς για να περάσεις καλά, ευχάριστα, για να νιώσεις, ανεξάρτητα από τη φυσική σου ηλικία, τα οδηγικά σου νιάτα. Εχει ενδιαφέρον για το πώς θα μιλούν και τι γράφουν γι’ αυτήν 35 χρόνια αργότερα, όταν πολλοί από εμάς δεν θα είμαστε εδώ και η 308 GTS θα είναι 70άρα! Ολα τούτα σκεφτόμουν καθώς παρατηρούσα τα δύο αυτοκίνητα πάνω στον υγρό, ήρεμο, ορεινό δρόμο, ο οποίος έφερε και αυτός, σε όλο τον διαμήκη άξονα του στο άκρο αριστερά καθώς ανέβαινες, το τραύμα του περάσματος των οπτικών ινών και αναρωτήθηκα πώς θα μας άκουγε ένας πενηντάρης το ’77, τότε που κατασκευάστηκε αυτή η 308 GTS, αν του λέγαμε για Διαδίκτυο, οπτικές ίνες, ESP, ABS, ψεκασμό D-4S και όλα που ορίζουν τη σημερινή ζωή μας. Την ίδια ώρα ένα ζευγάρι Mirage έσχιζε με ήχους βροντώδεις τον ουράνιο θόλο της Φθιώτιδας και χανόταν στο απώτερο επίπεδο νεφών, όπως περίπου χάνονταν τα δύο μικρά κόκκινα στίγματα σε ένα παγκόσμια γκρίζο, αυτοκινητικό περιβάλλον. Το φως έφευγε γοργά και μέχρι να κατέβουμε κάτω να φορτώσουμε, να σφαλίσουμε είχε έρθει η νύκτα. Η σύντομη χειμωνιάτικη μέρα είχε ολοκληρωθεί με ένα τρόπο ελεύθερο, ασυνήθη και ο δρόμος του γυρισμού μας βρήκε με εκείνη την ήρεμη πληρότητα μιας ξεχωριστής εμπειρίας. Τα δυσάρεστα μπορούσαν περιμένουν για το επόμενο πρωινό.
|