Τέρμα Θεού (02.06.2012) PDF Print E-mail

(την περίοδο που διανύουμε, η καθημερινότητα μας φέρνει μπροστά σε εμπειρίες που άλλοτε θα περνούσαν χωρίς να γεννήσουν σκέψεις ή σχόλια, ή τέλος πάντων θα ταξίδευαν στις παρυφές των ενδιαφερόντων μας. Όχι ότι δεν υπήρχαν προβλήματα, όχι ότι όλα λειτουργούσαν εύρυθμα, αλλά υπήρχε η πολυτέλεια της επόμενης μέρας, της άλλης λύσης. Τώρα που τα περιθώρια στενεύουν ασφυκτικά, μετριούνται, ζυγίζονται ιδεολογίες και πρακτικές πιο αυστηρά αλλά και πιο ανθρώπινα. Ο Γιάννης Δοδόπουλος μας πηγαίνει μια βόλτα στο «Σωτηρία», αλλά και στη νεότερη Ιστορία…)

Αφόρητος πονόδοντος μ΄ έστειλε, Σάββατο βραδάκι, σε κρατικό νοσοκομείο. «Σωτηρία», τομεύς οδοντιατρικός. Aπό τη στιγμή που θα στρίψεις τη Μεσογείων για να μπεις, ταμπέλα πρόσβασης ή καθοδήγησης δεν υπάρχει καμία.

Στην αναμονή όλοι κι όλοι δυο άνθρωποι. Μια μητέρα κι η πάσχουσα κόρη της. Την καλούν. Δεν ξέρω τι είχε, αλλά χρειάστηκε πάνω από 40 λεπτά ιατρικής αντιμετώπισης.

Πιάνω συζήτηση με τη μητέρα (ο πόνος, ενίοτε, με κάνει κοινωνικό) με αφορμή την κίνησή μου να χτυπήσω το κουδουνάκι για να δηλώσω παρουσία κι εμμέσως να λάβω σειρά προτεραιότητας.

Στη ατμόσφαιρα υπάρχει ένας δισταγμός για το αν, με το χτύπημα του κουδουνιού, οι ευρισκόμενοι πίσω από τις πόρτες εκνευριστούν. Ήδη κάτι ανάλογο είχε συμβεί πριν.

Ο προηγούμενος σε τι κατάσταση έφυγε; ρώτησα κάποια στιγμή

Καλά φαινόταν, αποκρίνεται η μητέρα του κοριτσιού που με ρωτά με τη σειρά της αν έχω ξανάρθει...

Γενικώς, μια δυσπιστία έντονη όσο και ο πονόδοντος.

Πιάνουμε κουβέντα.

Είναι καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας. Διδάσκει σε γυμνάσιο της Αττικής. Σεμνή, μετρημένη, δίκαιη στις κρίσεις της. Η συζήτηση αρχίζει να περιστρέφεται στο Δημόσιο με αφορμή μια φράση της μετά τις πρώτες αμοιβαίες εκδηλώσεις δυσπιστίας: «Πάλι καλά που υπάρχουν κι αυτά» (λέει αναφερόμενη στα διημερεύοντα κρατικά νοσοκομεία), «αν δεν τα κόψουν τώρα όλα».

Συλλαμβάνω στον αέρα μια «αντιμνημονιακή» διάθεση κι αρχίζω να κουμπώνομαι. Όχι επειδή είμαι υπέρμαχος του βλακώδους μνημονίου που ελέω γερμανικού προτεσταντισμού κατέληξε να τιμωρεί τον ιδιωτικό τομέα και μόνον αυτόν. Αλλά επειδή πιστεύω ότι ακόμη και το πιο παχύσαρκο και πλαδαρό κήτος, όπως είναι η ελληνική οικονομία, πρέπει κάποια στιγμή να ξυπνάει. Ακόμη και με μνημόνια, εφόσον δεν της φτάνει ο ορθολογισμός.

Γρήγορα η αίσθησή μου αποδεικνύεται λανθασμένη. Το «πρόβλημα» της συνομιλήτριάς μου δεν είναι το Μνημόνιο. Είναι το Δημόσιο. Και για την ακρίβεια ο τρόπος που έφτασε να είναι αυτό που είναι.

Παίρνω θάρρος και αρχίζω, ενστικτωδώς, το ρεπορτάζ.

Μου λέει ότι στο σχολείο της υπάρχουν πλέον πολλοί υπεράριθμοι καθηγητές ξένων γλωσσών. Και ότι γίνεται αγώνας να δικαιολογηθεί η ύπαρξή τους.

Πως προέκυψαν όλοι αυτοί ξαφνικά;

Μου λέει ότι πρόκειται για κάποια από εκείνα τα περίπου 10.000 παράσιτα (δικός μου ο χαρακτηρισμός) που ήταν παρκαρισμένα σε υπουργεία και άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου χωρίς να προσφέρουν διδακτικό έργο

Αργομισθώντας δηλαδή.

Για κάποια από εκείνα τα 10.000 παράσιτα που, ελέω κακού μνημονίου, ξηλώθηκαν, εστάλησαν άρον - άρον πίσω στα σχολεία και τώρα δεν έχουν τι να (τους) κάνουν.

Στην πορεία της συζήτησης η ευγενής αυτή κυρία μου αποκαλύπτει ότι κάποια στιγμή, με τρία παιδιά στην αγκαλιά και ούσα πολύ παλαιότερη άλλων συνυπηρετούντων συναδέλφων της, την μετέθεσαν σε χωριό των Ιωαννίνων.

Τέρμα Θεού.

Αυτό δεν είναι κακό.

Κι o μπόμπιρας του «Τέρμα Θεού» δικαιούται δάσκαλο.

Και μάλιστα πολύ καλό. Όσο καλό πρέπει να έχει κι ο μπόμπιρας της Κηφισιάς και της Εκάλης. Κι ακόμη καλύτερο ει δυνατόν, ελλείψει, ίσως, άλλων πολιτισμικών παραστάσεων.

Η συγκεκριμένη γυναίκα δεν είχε πρόβλημα να μετατεθεί. Δεν έφερε αντίρρηση. Το μόνο που ζήτησε ήταν να βρεθεί σε μια πόλη -του όποιου νομού της Ελλάδας- που να διαθέτει ρε παιδί μου έστω έναν παιδικό σταθμό για τα δύο –προνηπιακής τότε ηλικίας- παιδιά της, από τα τρία.

Η απάντηση που έλαβε;

Αρνητική. Οι γραφειοκράτες του ολοκληρωτικού ελληνικού Κράτους μόνο που δεν επικαλέστηκαν λόγους… εθνικής επιβίωσης.

Την ξαπέστειλαν στα 40 της και με πλήρεις οικογενειακές υποχρεώσεις σε χωριό.

Κάποια στιγμή αναγκάζεται να καταφύγει κι αυτή στο κτήνος του Δημοσίου. Μου το ομολόγησε:

«Έκανε πολλούς καυγάδες ο άντρας μου για να καταφέρω να φύγω. Όταν γύρισα είδα στο υπουργείο δεκάδες γυναίκες 25 και 26 χρονών. Ανύπαντρες χωρίς καμιά υποχρέωση. Καλά, τις ρώτησα, εμένα βρήκαν να μεταθέσουν με τόσα χρόνια υπηρεσίας και τρία παιδιά;. Ε, εσύ δεν είχες μέσον, τι να σου κάνουμε, μου είπαν…»

Αυτό της απάντησαν κείνες οι κυράτσες με το αναφαίρετο δικαίωμα στη μονιμότητα και την τεμπελιά.

Η ώρα πέρασε, η σειρά μου ήρθε. Μπήκα στο θάλαμο.

Άρχισα να λέω τον πόνο μου στη νοσοκόμα, χωρίς να καταλάβω ότι απευθυνόμουν σε αναρμόδιο.

Με αγνόησε. Χωρίς όμως να έχει τη στοιχειώδη ευγένεια και λεπτότητα να με παραπέμψει στον κύριο που στεκόταν δίπλα της και ετοιμαζόταν.

«Σας ακούω», λέει με ηρεμία εκείνος αφού έχει φορέσει τη μάσκα του.

Συγκράτησα το όνομά του. Αφεντουλίδης. Λευκανθείσα κάρα, προϊόν των χρόνων και της εμπειρίας. Εμπειρίας πάνω στη δουλειά. Στον ευλογημένο μόχθο που αξιώνει τους ανθρώπους.

Με ευλάβεια και επαγγελματική αρτιότητα άρχισε να ασχολείται με το πρόβλημά μου.

Και αντιμετώπισε με απίστευτη ευπρέπεια ακόμη και το κωμικό συμβάν ότι το οδοντιατρικό κάθισμα …ανεβοκατέβαινε κατά το δοκούν η δε λάμπα του αναβόσβηνε σαν φάρος.

Με μετέφεραν ακριβώς δίπλα. Το μηχάνημα ήταν ακόμη πιο παλιό αλλά τουλάχιστον υπάκουο. Έφερε πάνω του φαρδιά - πλατιά την επιγραφή Ε.Σ.Υ. Όσο το κοιτούσα νόμιζα ότι ήμουν πιτσιρικάκι 11 χρονών πίσω στο 1982. Από τότε είναι εκεί το μηχάνημα..

Ευλαβικός, επαγγελματίας, ελαφροχέρης, άψογος, κατηρτισμένος, άρτιος, πεπειραμένος, λειτουργός, ένας statesman.

Με απάλλαξε από τον πόνο μου έδωσε τις (εξαίρετες) συστάσεις του και όταν προσφέρθηκα να πληρώσω την καταβολή της επίσκεψής μου – απ΄ ό,τι (νόμιζα ότι) ξέρω θεσπίστηκε (επιτέλους) ένα minimum fee εισόδου στα κρατικά νοσοκομεία- σήκωσε τα χέρια του και αρνήθηκε με τη σιγή της διακριτικότητας. Ένιωσα βλαξ και χυδαίος. Λέω: “θα νόμισε ο άνθρωπος ότι πήγα να του δώσω φακελάκι.”


Υ.Γ. Πολεμάω τη δημόσια σφαίρα της οικονομίας από τότε που κατάλαβα πώς λειτουργεί μια κοινωνία που δεν διοικείται από τον «Ιησού» και τους «αποστόλους» του

Πολύ νωρίτερα από τα δύο χρόνια του Μνημονίου πίστευα και πιστεύω ότι πρέπει να γίνουν άμεσα τουλάχιστον 200.000 απολύσεις στο Δημόσιο, (υπεράριθμοι, τεμπέληδες, διπλοθεσίτες, εργαζόμενοι σε οργανισμούς χωρίς παραγωγικό έργο κλπ), να πάμε σε κατακλυσμιαίο άνοιγμα όλων των επαγγελμάτων με νόμους 30 λέξεων (όχι 31), σε πλήρη απελευθέρωση όλων των ωραρίων, σε κατάργηση της αποκλειστικότητας της δημόσιας Παιδείας και σε μαζικές αποκρατικοποιήσεις.

Για να τεθούν οι βάσεις, κάποια στιγμή, να ορθοποδήσει η χώρα.

Όσοι καμώνονται ότι αυτό είναι απάνθρωπο και χύνουν δάκρυα προκαταβολικής συμπόνοιας για τους υπό απόλυση δημοσίους υπαλλήλους, ας φυλάξουν και καμιά στάλα για τους 25.000 ήδη απολυόμενους κάθε μήνα του ιδιωτικού τομέα.

Ας εξοικονομήσουν λίγη από την συγκίνηση που τους προκαλεί η δήθεν απειλή απόλυσης των θυτών [κλεπταποδόχων πελατών, των οποίων την ψήφο εξαγόραζαν επί 30 χρόνια με μια πρόσληψη], και ας την αφιερώσουν στα θύματα των θυτών, στους ήδη απολυμένους και στους 1,2 εκατομμύρια άνεργους της ύφεσης.

Απαιτώ σαν φορολογούμενος πολίτης και οιονεί εργοδότης του, τον γιατρό Αφεντουλίδη καλοπληρωμένο και με πλήρη συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Απαιτώ σαν φορολογούμενος πολίτης και οιονεί εργοδότης της, την καλή δασκάλα καλοπληρωμένη να μπορεί να μαθαίνει γράμματα στα παιδιά μου.

Απαιτώ να έχω μερίδιο στην αξιολόγησή τους για την ακρίβεια. Και υπάρχουν τρόποι.

Με τις αυτές ιδιότητες απαιτώ τον όποιο τεμπέλη και λαδιάρη συνάδελφό του γιατρού αυτού έξω από την τσέπη μου. Και τις κυράτσες του υπουργείου να εξαφανιστούν από το payroll του δημοσίου.

Ξέρω ότι εξαντλώ την ιδεολογική ανοχή του ιστοδεσπότη. Εάν μου παράσχει ξανά την ευκαιρία θα προσπαθήσω να πείσω πόσο «απλή» είναι η λύση στο ελληνικό ζήτημα.

Βάζω βεβαίως σε εισαγωγικά τη λέξη για τον εξής λόγο: Διότι αυτοί που υποτίθεται ότι θέλουν να δώσουν λύση στο Πρόβλημα, έχουν ένα ελάττωμα: Είναι Το Πρόβλημα.

- "In this present crisis, government is not the solution to our problem; Government is the problem."

Ronald Reagan, First Inaugural Address, Washington, D. C. (20 January 1981)