Tο τέλος της 23ης - (Τρίτη 23 Ιουλίου 2024) |
O Νοέμβριος του ’73 ήταν το κορυφαίο αντιστασιακό γεγονός κατά της στρατιωτικής δικτατορίας, ταρακούνησε το καθεστώς αλλά δεν το γκρέμισε. Αντίθετα ο Μίμης, ο κατά τον Γ. Παπαδόπουλο αρσακειάς, Ιωαννίδης επέβαλε έκτοτε σκληρότερη γραμμή και χρειάστηκε ένα πελώριο, σε διαστάσεις εθνικής προδοσίας, λάθος του προκειμένου να απαλλαγεί ο τόπος από τη επτάχρονη αμαρτία. Το πραξικόπημα στην Κύπρο και η τουρκική εισβολή που περίτρανα απόδειξε ότι οι πραξικοπηματίες πέραν από την οπισθοδρόμηση της πατρίδας είχαν αποσυνθέσει μέχρι διαλύσεως το στράτευμα, είχαν δηλαδή οικτρά αποτύχει και πάνω στο αντικείμενό τους. Κάπως έτσι τις τελευταίες ώρες της 23ης Ιουλίου του 1974, η απερίγραπτη χαρά στην Ελλάδα από την πτώση της χούντας, μεταφραζόταν σε άφατο πόνο στην Κύπρο. Ήταν τότε που ξεκινούσε η διαβόητη περίοδος της Μεταπολίτευσης. Δεν είναι τυχαίο ότι δεκαετίες αργότερα τόσο η εξέγερση του Νοεμβρίου όσο και η Μεταπολίτευση άρχισαν να δέχονται πυρά ομαδόν ως τα αίτια πολλών δεινών. Κι όμως, πριν μισό αιώνα, όλα συνηγορούσαν πως όλες οι πελώριες δοκιμασίες που ξεκίνησαν από τον Αύγουστο του ‘36, για να μην πάμε χρονικά ακόμα πιο πίσω, έκλειναν τον κύκλο τους και μια νέα εποχή, γεμάτη αισιοδοξία ανέτειλε.
Ο αψύς πολιτικός από το Κιουπκιόι, ενώ είχε αποχωρήσει νύκτωρ και ηττημένος επέστρεφε ως Μεσσίας, εν μέσω παλλαϊκού ενθουσιασμού, έχοντας κάνει το μεταπτυχιακό του στο Παρίσι επί ενδεκαετία. Ανέλαβε δύσκολο και επικίνδυνο έργο, ισορρόπησε τη λαϊκή οργή με την υφέρπουσα δυναμική του στρατεύματος, ντριπλάρισε υποδειγματικά το στέμμα και τους πτωχούς ακολούθους του, εξάλλου δεν ήταν ποτέ από εκείνους που ξεχνούν, το απόδειξε και στην περίπτωση Ανδρεάδη, άλλο θέμα ότι τον λογαριασμό κατέβαλλαν οι φορολογούμενοι, του κόλλησαν και το χαρακτηρισμό «σοσιαλμανής», και τέλος πάντων ξεπλένοντας κάπως τα αμαρτήματα του δικού του παρελθόντος, εγγυήθηκε το αναίμακτο πέρασμα από τη δικτατορία στον κοινοβουλευτισμό. Πολέμησε σκληρά για το όραμά του να βάλει την πατρίδα του σε ευρωπαϊκή τροχιά, άλλο θέμα αν ο Σμιτ έλεγε ότι όσοι έχουν οράματα να επισκεφτούν τον γιατρό, έπεισε όμως ακόμα και αυτόν τον άκαμπτο Γερμανό και τον Μάιο του ’79 έβαλε την υπογραφή του στην συνθήκη προσχώρησης της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. Έμπειρος, ευφυής, αντιλαμβανόταν τον καλπασμό του θορυβώδους Πα.Σο.Κ. Το προσωπικό του κατόρθωμα, στα τόσα χρόνια ενεργής μάχιμης πολιτικής ήταν ότι δεν υπήρξε αντιπολίτευση ούτε μια ώρα. Έτσι παρέδωσε κόμμα και πρωθυπουργία, πέρασε στην προεδρία που είχε προετοιμάσει με την Ε΄ αναθεωρητική βουλή και περίμενε την Αλλαγή. Η οποία τω όντι κατέφθασε το βραδάκι εκείνης της Κυριακής δεκαοκτώ Οκτωβρίου του ’81 εν χορδαίς, οργάνοις και ριζοσπαστισμό. Τον οποίο όμως ριζοσπαστισμό, η πραγματικότητα συντόμως θα καθιστούσε ορφανό. Ορφανή ωσαύτως παρέμενε και η Αριστερά στον τόπο μας. Την πατρότητα της οποίας πολλοί διεκδικούσαν, άλλοι με δηλώσεις, άλλοι με πράξεις και άλλοι με όπλα. Η οποία Αριστερά, η γνήσια, δεν απαιτεί παρά το εγώ να υποχωρεί μπροστά στο εμείς, δεν υπόσχεται παρά μια συνεχή αγωνία για την εξέλιξη της ηθικής και της συμπεριφοράς και οφείλει να μην υπακούει σε εντολές των αγορών και των αγοραίων. Όλα τα υπόλοιπα που έχουμε ζήσει, στο όνομά της, δεν είναι παρά αγώνας για την εξουσία. Πρώτη διαπίστωση μετά τον Οκτώβριο του ’81, δεύτερη μετά τον Ιανουάριο του ’15. Έκτοτε, καθώς το άστρο της σιγόσβηνε, φωτιζόταν ολοένα και περισσότερο το μονοπάτι της αδιαφορίας, της αποχής, του 41% και οσονούπω θα μετατρεπόταν σε εθνική αρτηρία. Κάτι σαν στίγμα. Η αποτυχία του Πα.Σο.Κ. πρώτα σε ιδεολογικό επίπεδο και ακολούθως σε διαχειριστικό είχε πολλά κοινά στοιχεία με την επακολουθήσασα αποτυχία του Συ.Ριζ.Α. Π/Σ που κατ’ ουσίαν έσβησε την όποια υπάρχουσα σπίθα γνήσιας αριστερής πολιτικής. Το Πα.Σο.Κ. είχε το πλεονέκτημα ενός χαρισματικού ηγέτη ο οποίος μετά την επικράτησή του και την επίδραση της εξουσίας πάνω του σπατάλησε τα όποια χάρισματά του. Κάτι που για κάποιους ήταν προδιαγεγραμμένο. Ταυτόχρονα απομακρύνθηκε σβέλτα από την όποια ριζοσπαστικότητά του («Ε.Ο.Κ. & Ν.Α.Τ.Ο. το ίδιο συνδικάτο», «έξω τώρα οι Αμερικάνοι» κλπ.), που παρέμειναν στο προσκήνιο ως παθητική συνθηματολογία, ως ανεδαφικό προεκλογικό δόλωμα. Η ηλικιακή φθορά, σε συνδυασμό με τα σοβαρά προβλήματα υγείας του ιδρυτή, μοιραία έφεραν άλλα πρόσωπα στην ηγετική θέση, μα εκ των πραγμάτων, κανένα δεν μπορούσε να εγείρει το λαϊκό θαυμασμό. Άλλαζαν βέβαια και οι εποχές, έτσι ο εκσυγχρονισμός μας έφερε μια αναδιανομή πλούτου μέσω του Χ.Α.Α., το ανεξέλεγκτο του Υπ. Εθ. Αμ., το όραμα του ενιαίου νομίσματος με τον πρωθυπουργεύοντα να μας χαρίζει τα σφικτά του χαμόγελα κραδαίνοντας χαρτονομίσματα τη συνδρομή του κεντρικού τραπεζίτη και μέλλοντα πι εμ. Ας μην λησμονηθεί η μέγιστη ανορθογραφία με την εθνική παλιγγενεσία της διοργάνωσης των 28ων θερινών Ολυμπιακών αγώνων. Το χειρότερο θα αποτελεί σχεδόν πάντα όμως τον εχθρό του κακού. Έτσι το Πα.Σο.Κ. θα μίκραινε ακόμα πιο πολύ ως σοσιαλιστικό κίνημα, όταν ο πρωθυπουργικός υιός & εγγονός εμάχετο με τον εκ Θεσσαλονίκης συνταγματολόγο για την ηγεσία εκείνου που είχε απομείνει, ποιός ξέρει με τι χρέη και με ποιο Α.Φ.Μ., ως Πα.Σο.Κ. Τότε λοιπόν ακούστηκε στους κύκλους του κόμματος, ότι: «έχουν να διαλέξουν ανάμεσα σε έναν ανίκανο για οτιδήποτε και έναν ικανό για τα πάντα». Με παρέλευση 34 ετών ο Συ.Ριζ.Α. Π/Σ έγινε κυβέρνηση στις δυσκολότερες μεταπολεμικά συγκυρίες, με εξίσου ριζοσπαστικές υποσχέσεις (μνημόνια που θα σχίζονταν, νταούλια που θα ανάγκαζαν τις αγορές σε χορούς κλπ) και μάλιστα με τη συνδρομή ενός κόμματος με το οποίο είχε βαθιές ιδεολογικές αντιθέσεις. Επιπλέον οι επιτελείς του, αγνοούσαν τη λειτουργία του κράτους και της Ε.Ε. Αν προστεθεί και ο ανηλεής πόλεμος που εδέχθησαν, το ότι κρατήθηκαν επί 5,5 έτη ισοδυναμεί με θαύμα. Όπως θαύμα ήταν η αντιστροφή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και η δεύτερη εκλογική νίκη. Το θέρος του ’19 ολοκληρώθηκε ο κύκλος εξουσίας της όποιας Αριστεράς, ένας κύκλος πλήρης συμβιβασμών, σκληρών αποφάσεων, αλλά και πορείας μέσα σε ημεδαπό και αλλοδαπό ενεργό πολιτικό ναρκοπέδιο. Αυτό που επετεύχθη ήταν η αποδόμησή της, καθώς υπέστη σοβαρότερα πλήγματα από τότε που οι οπαδοί της τουφεκίζονταν, φυλακίζονταν, εξορίζονταν ή παρέμεναν στο περιθώριο της κοινωνίας. Το φλερτ της με την εξουσία αποδείχτηκε περισσότερο μοιραίο για την ίδια, παρά για την κοινωνία. Ας τεθεί κάπως θεωρητικά, ότι τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή διεκδίκησε και πήρε την εξουσία, με συνθηματολογία που δεν στηριζόταν παρά στο θυμικό. Ταυτόχρονα οι όποιες συνιστώσες της, τα όποια στελέχη της απεδείχθη ότι δεν είχαν το αντίστοιχο ειδικό βάρος να παλέψουν με τους δαίμονες και τα τέρατα που κληρονόμησαν από τα προηγούμενα γκουβέρνα. Στο ίδιο, περίπου, χρονικό διάστημα μαζί με τις άνευ προηγουμένου αξιώσεις των ημετέρων εταίρων της Ε.Ε. βγήκαν από τα ωά τους όλοι οι εκκολαφθέντες μέλανοι όφεις. Ήταν από τα λαμπρά επακόλουθα της συνολικής πολιτικής κρίσης και της συνδρομής των ηγέτιδων δυνάμεων της πολιτισμένης δύσεως. Πέντε χρόνια μετά την σύντομη, κατά τον Μεσσήνιο που ουδέποτε παρέδωσε στο Μαξίμου, παρένθεση, ο τόπος θυμίζει περισσότερο μια χρεοκοπημένη εταιρεία, με αδιάφορους υπαλλήλους, με διεύθυνση που επενδύει μόνο στις δημόσιες σχέσεις και με μια μικρή μειονότητα που ευημερεί, σε ένα γιγάντιο πόνζι. Ως αυτόνομο κράτος δε, μπορεί να μην έχει ούτε πολλές, ούτε μεγάλες διαφορές από τότε που ο Τζον Πιουριφόι κανόνιζε τα μέλλοντα. Στις μέρες μας δεν απαιτούνται οι δυναμικές επεμβάσεις ενός διπλωμάτη. Η δυτική ηγεμονία μπορεί να στείλει κάποιον που δεν ανήκει καν στο διπλωματικό σώμα. Πενήντα χρόνια μετά την πτώση της χούντας και την τόσο ελπιδοφόρα έλευση της μεταπολίτευσης, εκείνες οι τελευταίες ώρες της 23ης προς την 24η Ιουλίου του 1974, περιβάλλονται με μια απίθανη νοσταλγία μα και με την πικρή αίσθηση των τόσων χαμένων ευκαιριών, της τόσο μεγάλης φτήνιας, των τόσων χαμένων προορισμών που μοιραία έχουν ωθήσει τις σκέψεις σε αντίστοιχες περιπτώσεις, οι οποίες έχουν συνοδέψει το βιός μας στο παρελθόν, όρα Εμφύλιος, Χούντα κλπ.: «…άδειασαν την πατρίδα και την ελευθερία τόσο, που καμιά φορά, Θεός συγχωρέσει μας, μισούσαμε και την πατρίδα και την ελευθερία».
|