Υπόδειγμα συνδυασμού καρτερίας με χιούμορ (27.10.2010) PDF Print E-mail

Είχαμε γνωριστεί, στο σπίτι κοινής γνωστής. Φορούσε ένα διακριτικό εμπριμέ φόρεμα. Ήταν η εποχή, που μερικά αγόρια, ακόμα επεδίωκαν να ερωτευθούν πριν προχωρήσουν με κάποια κορίτσια. Το γεγονός ότι ενυπήρχε και η επιταγή του ότι "Έπρεπε" να προχωρήσουν έκανε τα θέματα πιο περίπλοκα…

Εκείνη δεν έκανε κάτι για αυτό. Δεν το προκάλεσε. Έκανε ακούσια, το χειρότερο. Ήταν εκείνη. Αρχές Σεπτεμβρίου ’79.

Λίγες μέρες αργότερα, έχοντας ξεκινήσει από το σπίτι της, οδηγώντας δανεικό κρεμ 127, κατεβαίνω τη Βασ. Κων/νου, λίγο πιο κάτω από το Hilton την ακούω από δίπλα, να μουρμουρά, με ένα είδος αληθινού παράπονου στη φωνή της, εντελώς εκτός σεναρίου και ύφους καθώς συζητούσαμε κάτι άσχετο:

- «Που ήσουν όλο το καλοκαίρι;»

Εννοούσε το αργοπορημένο της γνωριμίας, ως εκ τούτου την απώλεια της καλοκαιρινής παρέας, τον πολύ περιορισμένο μελλούμενο χρονικό ορίζοντα και βέβαια τους άδηλους, επερχόμενους χειμώνες.

Σε λίγα 24ωρα αναχωρούσε για την αλλοδαπή, όπου σπούδαζε. Δυο μέρες πριν φύγει, την πρώτη του Οκτώβρη, ενώ ένα ξαφνικά κρύο απόγευμα καλύπτει την Αθήνα βηματίζουμε στο Σύνταγμα ανταλλάσσοντας αδιάφορες, ήρεμες κουβέντες. Την κοροϊδεύω διότι φορά ένα Μοντγκόμερι. Δεν έκανε τόσο κρύο.

(όταν μετά από χρόνια της θύμησα το περιστατικό μου είπε επί λέξει:

- «ποτέ δεν είχα Μοντγκόμερυ αλλά ένα μεταχειρισμένο παλτουδάκι από το Μοναστηράκι που έλεγε Saint Brendan από πίσω με άσπρα τσόχινα γράμματα και είχε κάνει και το κόλπο ο προηγούμενος ιδιοκτήτης κι είχε ράψει μέσα στα μανίκια (αλλά που να μη φαίνονται) ελαστικά υφασμάτινα μανίκια που έκοβαν τον αέρα πάνω σε μηχανάκι»)

Πίσω στον Οκτώβριο του '79.Έφτασα στη δουλεία. Εφημερίδα. Βάρδια 6 – 12. Πριν κάτσω στο γραφείο με φώναξαν στο λογιστήριο. Μου ανακοίνωσαν την απόλυσή μου. Μάλλον έχασα κάτι λιγότερο από τον μισό κόσμο, άλλο αν επιφανειακά το αντιμετώπισα στωικά. Σήμερα, 31 χρόνια αργότερα μπορώ να ισχυριστώ ότι εκείνη η εμπειρία, με διέλυσε άρα υπήρξε και τεράστιο εφόδιο.

Στο δρόμο για το σπίτι της, πάνω στη Montesa που είχα (και έχω ακόμα), ξεπάγιασα. Τελικά έκανε κρύο.

Την επομένη πέταξε. Έτσι, έχασα και το άλλο, το κάτι παραπάνω από τον μισό κόσμο. Ή έτσι νόμιζα, μα και αυτό ήταν μια εξίσου χρήσιμη εμπειρία. Στο φινάλε προετοίμασε το ψυχικό χαλί για τις επερχόμενες απώλειες, διότι ζωή χωρίς απώλειες δεν νοείται

Έκτοτε εκείνη η σχέση σημαδευόταν από ασυμβατότητα. Συνεχείς αναχωρήσεις, αντίστοιχες αφίξεις, επιστολές και γράμματα, διαφωνίες και αναποδιές, άλλες σχέσεις, αδυναμίες αλλά και χαρές, μα και όλα τα σημάδια της νεότητας.

Ο χρόνος της περνούσε πολύ δημιουργικά αλλά όχι πάντα γλυκά. Είχε εμπόδια, είχε ζόρια όχι καθημερινά, ούτε συνηθισμένα που σθεναρά τα αντιμετώπιζε. Είχε όμως και «κορασόν». 'Ετσι στεκόταν όρθια.

Καθώς οι πορείες μας από καιρού εις καιρόν διασταυρώνονταν είχαμε ολοένα και περισσότερα θέματα να συζητάμε, αλλά ολοένα και πιο λιγοστά πράγματα να κάνουμε. Κάποιοι το λένε ωριμότητα, άλλοι πως το πρά(γ)μα είχε ξεθυμάνει. Δεν ήταν απαραίτητα μελαγχολικό το μοτίβο μας. Τουναντίον. Είχε σαρκασμό, στοχασμό, συχνά είχε και κέφι. Mοιραία , δεν είχε τίποτα από την ατμόσφαιρα του κρεμ 127.

Εκείνη η συγκυρία είχε λάβει τη θέση της, οριστικά σε κάποιο  συρτάρι της μνήμης. Ο επελαύνων χρόνος αλλοίωνε πολλά και στο τέλος, είχαμε χαθεί κάτι πιότερο από μια Ολυμπιάδα. Ταυτόχρονα, ήταν η ώρα που έπρεπε να αντιμετωπίσω τα δικά μου ασυνήθιστα, όχι καθημερινά εμπόδια, τα δικά μου ζόρια, οπότε η απομόνωση ήταν αναγκαίος μονόδρομος.

Ήταν πάλι πρώτη Οκτωβρίου, όταν έμαθα τα νέα της. Πριν λίγες εβδομάδες, φέτος. Τριάντα ένα χρόνια μετά τις κοροϊδίες του Μοντγκόμερι, που δεν ήταν Μοντγκόμερυ, στον μακρινό απόηχο του:- «Πού ήσουνα όλο το καλοκαίρι;»

Και τα νέα δεν ήταν ευχάριστα. Από την άλλη μήπως ήταν; Παραδίδω τη σκυτάλη της αφήγησης στην ίδια, με ένα κείμενο που ας μου επιτραπεί πολύ αφαιρετικά (διότι του άξίζει κάτι παραπάνω) να το χαρακτηρίσω ως, υπόδειγμα συνδυασμού καρτερίας με χιούμορ:


«Σου λέω, καράφλιασα!»

Κατά καιρούς στη ζωή μου έχουν υπάρξει πράγματα που θέλησα να κάνω, αλλά επειδή μου φαίνονταν δύσκολα, έλεγα μέσα μου «Εντάξει, δε θα το κάνω τώρα, αλλά σίγουρα θα το δοκιμάσω μια φορά προτού πεθάνω». Τα περισσότερα από αυτά αφορούν αθλήματα τα οποία θα μπορούσαν κάλλιστα να εξελιχθούν στο τελευταίο πράγμα που θα έκανα πριν πεθάνω: να πετάξω με ανεμόπτερο ή αλεξίπτωτο πλαγιάς, να κάνω σκι στο χιόνι, ν’ ανέβω το Κιλιμάντζαρο.

Υπήρχε όμως και κάτι που, αν και δεν ήταν καθόλου επικίνδυνο κι ούτε ήθελε ειδική εκπαίδευση ή εξάρτιση, κι ενώ είχα σκεφτεί πολλές φορές ότι ήθελα να το κάνω μια φορά, έτσι για να δω πώς θα ’ναι, κατά βάθος ήξερα πως ποτέ δεν θα το αποτολμούσα. Κι αυτό το κάτι ήταν το να ξυρίσω το κεφάλι μου.

Στέκομαι όρθια στο λεωφορείο στο ύψος της μεσαίας πόρτας. Οι θέσεις είναι όλες κατειλημμένες και υπάρχει και λίγος κόσμος όρθιος. Έχω βγάλει το πάνινο καπέλο που φοράω για τον ήλιο και νιώθω κάποια βλέμματα να καρφώνονται στο γυμνό μου κρανίο, αρχικά μάλλον με έκπληξη, ύστερα ίσως με οίκτο. Την έκπληξη την καταλαβαίνω. Σ’ όλα τα χρόνια που κυκλοφορώ στην Αθήνα με τη συγκοινωνία, δε θυμάμαι να ’χω δει ποτέ γυναίκα με ξυρισμένο κεφάλι.

Οι συνειρμοί είναι πολύ συγκεκριμένοι και όλοι αρνητικοί: ή είχα Γερμανό εραστή στον πόλεμο· ή έκανα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης· ή έπαθα καρκίνο. Υπάρχει βέβαια κι ένα τέταρτο ενδεχόμενο: να είμαι φρικιό και να έχω ξυρίσει το κεφάλι μου από άποψη∙ φτάνει όμως να ρίξει κανείς μια ματιά στη γκαρνταρόμπα μου, αντάξια κομπάρσου σε κινηματογραφική παραγωγή του 1984 του Όργουελ – και μάλιστα απ’ αυτούς που στέκονται πίσω πίσω – για να καταλάβει ότι μάλλον το ρόλο του παρατηρητή έχω διαλέξει στη ζωή μου, και όχι του παρατηρούμενου.

Ο οίκτος –ή έστω και η συμπόνια– είναι φυσική αντίδραση. Εγώ χρειάστηκε να πάθω καρκίνο και να χάσω τα μαλλιά μου για να συνειδητοποιήσω ότι όποτε έβλεπα γυναίκα με μαντίλι στο κεφάλι τη θεωρούσα αυτομάτως μελλοθάνατη. (Και εννοώ βέβαια γυναίκες με μαντίλια που καλύπτουν ολόκληρο το κεφάλι – όχι τη Ρίκα Διαλυνά να πίνει Cinzano με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα στο Λαγονήσι.) Ποτέ λοιπόν δε σκέφτηκα ότι «Α, αυτή η γυναίκα έκανε χημειοθεραπεία κι έχασε τα μαλλιά της αλλά τώρα είναι καλά και τα μαλλιά της θα ξαναβγούν». Πάντα σκεφτόμουν «Ωχ».

Όταν ήρθε η ώρα να ξεκινήσω χημειοθεραπεία, η ογκολόγος μου με προειδοποίησε: «Τα μαλλάκια βέβαια θα πέσουν». (Η παρηγοριά του υποκοριστικού. Άλλο μαλλιά, άλλο μαλλάκια. Αν ήταν να πέσουν τα μαλλιά, τότε θα ’χαμε πρόβλημα…). Φυσικά αυτό δε συμβαίνει αμέσως. Εγώ έπρεπε να κάνω τέσσερις χημειοθεραπείες, με διάλειμμα εικοσιμιάς ημερών κάθε φορά. Άρχισα στις 7 Ιουλίου, και μέχρι τις 28 που ήταν η επόμενη, τα μαλλιά μου ήταν σε καλή κατάσταση. Τα είχα κόψει βέβαια πολύ κοντά, όπως συμβουλεύουν όλες οι σχετικές ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, γιατί υποτίθεται πως όταν είναι κοντά, μπορεί να πέσει έως και το 50% και παρ’ όλα αυτά να μη φαίνεται.

Η θεωρία λοιπόν είναι ότι τα κόβεις πολύ κοντά, και μετά όταν αρχίσουν να αραιώνουν δραματικά, τους πατάς και μια ξούρα. Επίσης, αν σκοπεύεις να βάλεις περούκα, καλό είναι να πας να την αγοράσεις πριν σου πέσουν τα μαλλιά για να μην πάθεις κρίση δακρύων στο περουκάδικο. Πάντως δυο φίλες μου που πήγαν ν’ αγοράσουν περούκα ενώ είχαν ακόμα τα μαλλιά τους, έκλαψαν και οι δύο κατά τη διάρκεια των δοκιμών. (Όπου βέβαια εδώ ανοίγεται ένα τεράστιο κεφάλαιο που δεν είχα ποτέ μου σκεφτεί: τι ζουν αυτοί οι άνθρωποι που δουλεύουν υπάλληλοι στα περουκάδικα.)

Εννοείται ότι μέχρι ν’ αρχίσουν να σου πέφτουν τα μαλλιά πιστεύεις ότι μπορεί και να τη σκαπουλάρισες. Έχεις και διάφορους που σου λένε «Α, της θείας μου της Καίτης δεν της πέσανε» και βαυκαλίζεσαι ότι το ίδιο μπορεί να συμβεί και σε σένα. Βέβαια η θεία Καίτη είχε άλλου είδους καρκίνο και έπαιρνε άλλου είδους φάρμακα, αλλά ποιος τα υπολογίζει αυτά μπροστά στην ελπίδα ότι «μπορεί κι εγώ λοιπόν!» Εμένα τα μαλλιά μου άρχισαν να πέφτουν αμέσως μετά τη δεύτερη χημειοθεραπεία. Ήμουν σα γάτα. Όπου πήγαινα, μαδούσα.

Στο μαξιλάρι τριχάκια, στο νιπτήρα τριχάκια, στο πάτωμα τριχάκια. Ήταν ενοχλητικό, αλλά δεν το καταλάβαινες αν με κοίταζες. Πολύ σύντομα όμως έφτασα να παρουσιάζω εικόνα ερωμένης Γερμανού στρατιώτη που την έχει πιάσει το χωριό, αλλά που και τα ξυράφια αποδεικνύονται στομωμένα, και εκείνη καταφέρνει να το σκάσει πριν ολοκληρωθεί η τιμωρία, κι έτσι ανάγκασα τον αγαπημένο μου να μου ξυρίσει το κεφάλι με τη μηχανή. Και βέβαια δεν μπόρεσα να μην αναλογιστώ τα πρώτα χρόνια του έρωτά μας και να μη σκεφτώ «Α ρε κακομοίρη μου, ποιος να σ’ το ’λεγε ότι μια μέρα θα καθόμουν σκυμμένη στο νιπτήρα κι εσύ θα μου ξύριζες το κεφάλι!»

Να ’μαι λοιπόν τώρα με γυμνό κρανίο στο λεωφορείο. Αναρωτιέμαι αν ανάμεσα σ’ αυτούς που με κοιτάνε υπάρχει κάποιος –άντρας το πιθανότερο– που να τον συναρπάζει αυτό το θέαμα. Ή, για να το πάω ένα βήμα πιο κει, κάποιος που δεν το ήξερε τόσο καιρό αλλά που τώρα που ξαφνικά με βλέπει μπροστά του, συνειδητοποιεί ότι τρελαίνεται για φαλακρές! Γιατί υπάρχει και αυτό το είδος, όπως υπάρχουν και τα πάντα σ’ αυτόν τον πλανήτη. Κάποιος κάποτε είχε πει ότι «αν μπορείς να το φανταστείς, κάπου στη γη αυτή τη στιγμή κάποιος το κάνει».

Στην έρευνα λοιπόν που έκανα στο διαδίκτυο, προσπαθώντας ν’ αποφασίσω πώς θα αντιμετώπιζα την απώλεια των μαλλιών μου, έπεσα πάνω σ’ ένα site που λέγεται Bald is beautiful for women, με λίγα λόγια «οι φαλακρές είναι όμορφες». Αντί όμως για το φεμινιστικό μανιφέστο που περίμενα να διαβάσω, βρήκα μια ιστοσελίδα για άντρες που τους αρέσουν οι γυναίκες χωρίς μαλλιά και η οποία ιστοσελίδα αποτελείται κυρίως από προσωπικές αγγελίες φαλακρών γυναικών που προσφέρονται για γνωριμία. Δεν το πολυέψαξα είναι η αλήθεια, αλλά μου φάνηκε τρομερή σύμπτωση ότι η πρώτη (και μοναδική) αγγελία που διάβασα ήταν από μια Ελληνίδα. «Α εντάξει. Είμαστε σε καλό δρόμο», σκέφτηκα. «Μπορεί να κάνουμε σύλλογο και να κόβουμε και πίτα».

Πιθανόν να φανεί πολύ ανόητη όλη αυτή η ενασχόληση με τα μαλλιά σε κάποιον «απ’ έξω». «Εδώ έχεις πάθει καρκίνο βρε άνθρωπε! Τα μαλλιά σου σε μαράνανε;» Κι όμως, λένε πως και για τους άντρες και για τις γυναίκες, η απώλεια των μαλλιών είναι η παρενέργεια της χημειοθεραπείας που τους προκαλεί τον μεγαλύτερο φόβο. Ίσως επειδή σαν εικόνα είναι η πιο χειροπιαστή. Άλλο να σου πουν «Μπορεί να περάσεις μια-δυο μέρες αγκαλιά με τον κουβά, μπορεί να έχεις ναυτία, μπορεί να βγάλεις άφτρες στο στόμα, μπορεί να πονάνε οι φλέβες σου, μπορεί να μην έχεις καθόλου ενέργεια, μπορεί να πάθεις αϋπνίες, μπορεί, μπορεί, μπορεί...» (στο τέλος λες, εντάξει, μπορεί και να μην πάθω τίποτα απ’ όλα αυτά!), και άλλο να σου πουν «τα μαλλάκια θα πέσουν». Και το καλύτερο: «Βέβαια θα ξαναβγούν, εκτός αν πάθετε αλωπεκίαση, οπότε δεν θα ξαναβγούν». (Φάτην τώρα, που μας το παίζεις και άνετη!)

Το φαλακρό κεφάλι –στα δικά μου μάτια κάτι το πολύ ευάλωτο (μόνο η κυρία Σαβάλας ξέρει την αλήθεια: ο Τέλλυ ήταν αρνάκι στο σπίτι!) και όχι απαραίτητα γοητευτικό (με μοναδική εξαίρεση τον Γιούλ Μπρύνερ)– είναι μια διαρκής υπενθύμιση της αρρώστιας, ακόμα και τις μέρες που η χημειοθεραπεία δε σου ’χει αλλάξει τα πρέκια. Εκεί λοιπόν που ξυπνάς και μάλλον η πίεσή σου έχει ανέβει στα κανονικά της και νιώθεις πως μπορείς να σηκωθείς και να κυκλοφορήσεις λίγο (μέσα στο σπίτι, εννοείται) και να ποτίσεις καμιά γλάστρα ή να πλύνεις κανένα πιάτο και λες «Α, μα μια χαρά είμαι γω σήμερα!», πας στο μπάνιο να πλυθείς και ΧΛΑΤΣ! Νάτο στον καθρέφτη το αυγουλίσιο σου κεφάλι, νάτα τα πεταχτά σου αυτιά, νάτα τα κατάμαυρα, καρτουνίστικα φρύδια σου– και αμέσως μετά: να οι μαύροι κύκλοι κάτω απ’ τα μάτια σου, να η ωχράδα σου. Για πού το ’βαλες ρε Νοσφεράτου; Εσύ είσαι χάλια! Το ξέχασες;

Όσο υπεράνω κι αν θέλουμε να το παίξουμε, κι όσο κι αν θα θέλαμε να πιστεύουμε ότι η εξωτερική μας εμφάνιση δε μετράει –για τους εαυτούς μας εννοώ, γιατί για τους άλλους εννοείται πως μετράει, δε γίνεται κι αλλιώς– η αλήθεια είναι ότι τα μαλλιά είναι σημαντικό κομμάτι της εικόνας που έχουμε για τον εαυτό μας κι είναι πολύ δύσκολο να τα χάσουμε ξαφνικά. Εδώ οι άντρες που τα χάνουν σταδιακά δε λένε να το πάρουν απόφαση και τα φέρνουν καπάκι απ’ το ένα αφτί στο άλλο για να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση. Γι’ αυτούς βέβαια έχω πολύ περισσότερη κατανόηση και πια δεν τους περιφρονώ όπως τότε που τους έκρινα με την υπεροψία της Ραπουνζέλ από την πολυθρόνα του κομμωτηρίου.

Η τελευταία μου χημειοθεραπεία ήταν στις 7 Σεπτεμβρίου. Υποτίθεται ότι πρέπει να περιμένεις τρεις βδομάδες για να περάσει η επίδρασή της και να καταλάβει η ρίζα ότι δεν θα την ξαναβομβαρδίσεις με ναπάλμ, κι ύστερα άλλες τρεις για ν’ αρχίσει να βγαίνει τρίχα – του χιλιοστού αρχικά, εννοείται. Η αλήθεια είναι πως αυτή είναι και η πιο δύσκολη περίοδος. «Τα Χριστούγεννα θα έχεις μαλλί!» μου ανήγγειλε ο ακτινοθεραπευτής μου με τη στεντόρεια και εμψυχωτική του φωνή, και οι διάδρομοι του Ιασώ αντήχησαν (μαλλί-μαλλί-μαλλί...) αλλά εγώ είπα μέσα μου «Τιιιιιι;;; Τα Χριστούουουγεννα;;;». Γιατί βέβαια η ουρά είναι αυτή που σου κάθεται στο λαιμό, όχι ο γάιδαρος.

Αυτοί οι τρεις μήνες μου φαίνονται ατελείωτοι, ειδικά τώρα που πιάνουν τα κρύα και κυκλοφορώ με την κουκούλα σαν τον χουλιγκάνο. Θυμάμαι τις πρώτες μέρες που είχα ξυρίσει το κεφάλι και κατέβηκα στο υπόγειο του Άλφα Βήτα, εκεί που είναι τα ψυγεία. Έφυγα άρον-άρον! Δεν αντεχόταν το κρύο στο κεφάλι. Βέβαια τώρα που το σκέφτομαι, ίσως έπρεπε να είχα καθίσει: η μοναδική μέθοδος που υπάρχει για να σώσει κανείς τα μαλλιά του από τη χημειοθεραπεία είναι ένα κράνος που αποτελείται από παγοκύστες, και το οποίο το φοράς για μια ώρα πριν τη χημειοθεραπεία, σ’ όλη τη διάρκειά της, και για μια ώρα μετά. Η θεωρία είναι ότι δεν πάει το φάρμακο στις ρίζες των μαλλιών κι έτσι δεν πέφτουν ή τουλάχιστον δεν πέφτουν τόσο. Εννοείται ότι εγώ, με την καλβινιστική –έστω και γιαλαντζί– ανατροφή μου, ούτε που σκέφτηκα να το δοκιμάσω. «Ή κάνουμε χημειοθεραπεία ή δεν κάνουμε!»

Υπάρχουν φίλες που μου έχουν πει πως με θαυμάζουν που κυκλοφορώ έτσι, πως αυτό δείχνει δύναμη ψυχής και άλλα τέτοια. Ειλικρινά δεν ξέρω αν ισχύει κάτι απ’ όλα αυτά, και δεν το λέω από ψευτομετριοφροσύνη. Ίσα ίσα, μπορεί και να ’μαι τόσο ψωνάρα που να πιστεύω πως είμαι πανέμορφη ακόμα και φαλακρή. Αλλά το γεγονός παραμένει ότι υπάρχει κάτι το απελευθερωτικό σ’ όλη αυτή την ιστορία. Χωρίς να μπορώ να πω ότι έχω συμφιλιωθεί απόλυτα με την εικόνα μου. Καμιά φορά όταν είμαι έξω και δω τυχαία την αντανάκλασή μου σε κανένα τζάμι, λέω «Όχι ρε διάολε! Είμαι ακόμα φαλακρή!» Ο μόνος χώρος στον οποίο νιώθω ότι ταιριάζω απόλυτα είναι το μάθημα της γιόγκα. Εκεί είμαι σαν μια μικρούλα βουδδίστρια μοναχή και δεν πειράζει που δεν κάνω τέλεια τις ασκήσεις – κερδίζω πόντους απ’ την εμφάνιση!

Σήμερα, 19 Οκτωβρίου 2010, κλείνουν 6 εβδομάδες από την τελευταία μου χημειοθεραπεία, και πράγματι κάτι έχει αρχίσει να γίνεται στο καύκαλο. Δεν είμαι πια γλόμπος – είμαι νεοσσός. (Παρηγοριά στη θεραπευμένη...) Μου έχουν πει δε διάφορα: ότι τα μαλλιά μου θα βγουν σπαστά, ότι μπορεί να βγουν άλλο χρώμα (δεν πιστεύω ξανθό – μάλλον γκρίζο εννοούν), και βέβαια ότι θα είναι πιο γερά και πιο ωραία από πριν. «Ένα μαλλί! Μα ένα μαλλί!» μου λένε, γιατί προφανώς δεν υπάρχουν οι λέξεις να το περιγράψουν αυτό το μαλλί. Υπομονή λοιπόν μέχρι τα Χριστούγεννα. Και υπόσχομαι να μην κοιτάζω κάθε μέρα στον καθρέφτη αναζητώντας σημάδια προόδου. Άλλωστε τώρα έχω ένα άλλο θέμα που με απασχολεί: εντάξει, ας πούμε ότι θα το ανέβω το Κιλιμάντζαρο με τα πόδια. Να το κατέβω με σκι ή με αλεξίπτωτο πλαγιάς;