Γράφοντας για απώλειες («Παύλος» - «Παπάτος») (26.08.2010) PDF Print E-mail

Δεν είναι εύκολο να εκφέρεις λόγο για αυτούς που εγκατέλειψαν τα εγκόσμια. Γίνεται δύσκολο αν τους γνώριζες, ακόμα δυσκολότερο αν τους συμπαθούσες και δυσβάσταχτο αν εγκατέλειψαν τα εγκόσμια νωρίτερα ή και σφόδρα ταλαιπωρημένοι.

Ο λόγος, κατ’ αρχάς, για τον Παύλο Μοσχούτη που έχασε τη μάχη με τον καρκίνο το Σάββατο 21 Αυγούστου.

Στην εικόνα, αριστερά, με τον Τίμο, από την εκκίνηση του Γύρου Πελοποννήσου τον Φεβρουάριο του '78. Κάτω, από την ανάβαση Διονύσου το '76. Συμμετείχε στο ενιαίο με τα 127. (φωτό: αρχείο Φ.Φ/Γ.Κ.)

Τριάντα ένα καλοκαίρια νωρίτερα, θυμάμαι τον Παύλο πολύ νέο, γεμάτο ζωή αισιοδοξία. «Λαοπλάνος» ήταν το παρανόμι που του είχε προσδώσει η στενή περί των αγώνων φρουρά και έτσι ήταν.

Καθαρό πρόσωπο, καθαρότερο βλέμμα, γεμάτο παρουσιαστικό, χαμόγελο και τα λαμπερά του γαλάζια μάτια έτοιμα να σε πείσουν για ότι σχεδόν ήθελε. Δεν χρειαζόταν άλλα προσόντα, μολοντούτο τα είχε. Ωραίο αγόρι από καλή και ισχυρή οικογένεια, αθλητικός και ανταγωνιστικός.

Ο κόσμος ήταν δικός του. Η συνέχεια ενδεχομένως να μην ήταν η αναμενόμενη, αλλά στην άδηλη περιπέτεια της ζωής, οι προγραμματισμοί συχνά δεν έχουν λόγο...

Το αυτοκινητικό του προφίλ, ασφαλώς ασυνήθιστο. Από τότε που ως «Καρίμ» έκανε τα πρώτα του βήματα, με N.S.U. ΤΤ, μετά με το αργό, δύσθυμο Lada, αργότερα με την τόσο κουρασμένη «Ντόλυ», κατόπιν με το 5άρι TS και τις χαρακτηριστικά μεγάλες κλήσεις και το ’78 με ασημένιο ομάδας 1, RS.

Φλεβάρης του ’78 ήταν, «Γύρος Πελοποννήσου» και λίγες εβδομάδες αργότερα «Εαρινό» όπου ο νεαρός οδηγός άφησε τα διαπιστευτήρια του. Ήταν πηγαία ταλεντάρα ο εκλιπών. Όσοι τον είχαν ζήσει το γνώριζαν, οι υπόλοιποι το κατάλαβαν εκείνα τα βράδια, στο Γυμνό, στο Σχοίνο, στο Κρυονέρι και βέβαια αργότερα.

Δεν έκανε τους αγώνες τρόπο ζωής, ίσως μάλιστα να περιφρόνησε σε ένα μεγάλο βαθμό τα προσόντα του, προφανώς διότι αντιμετώπιζε τη ζωή πιο ανοιχτά. Όχι πως δεν τον ενδιέφερε η διάκριση, αλλά δεν έκανε πολλά για αυτή. Δοκιμές, συζητήσεις, απασχόληση, από λίγο. Χάρισμα, πολύ. Οι προικισμένοι έχουν αυτή την πολυτέλεια.

Θα δυσκολευτώ να λησμονήσω τη έκφραση της απογοήτευσης για την εγκατάλειψη του, στο εφιαλτικά γοητευτικό 29ο Δ.Ρ.Α. εκείνο το ζεστό μεσημέρι της 29ης Μαΐου του ’79, κατεβαίνοντας τη Βίτωλη.

Πάνω από όλα όμως θα μένει χαραγμένη στη μνήμη μου, εκείνη η καθαρότητα, η πληθωρική άνεση, η ακλόνητη αυτοπεποίθηση που τον διέκρινε στα χειριστήρια μέσα στο Φτερόλακα και τον Επτάλοφο την τελευταία Παρασκευή του Ιουλίου του ’79 στο 10ο ράλλυ «Φθιώτιδος». Τότε, που είχα τη χαρά να μοιραστούμε το Escort του.

Θυμάμαι τέλος τον τρόπο προσφώνησης με την πρώτη του συζύγου, Ντιούλη: «Αγαπάρα»

 

Λίγες ώρες μετά το τελευταίο αντίο στον Παύλο, άλλος ένας αγωνιζόμενος αποχώρησε από τον μάταιο τούτο κόσμο, θύμα τροχαίου δυστυχήματος.

Η μαυρόασπρη εικόνα πάνω και η έγχρωμη κάτω, είναι από τον ίδιο αγώνα, το Μαύρο Ρόδο του '77, που διεξήχθη το πρώτο ΣαβατοΚύριακο του Δεκέμβρη, κάτω από πολύ αντίξοες καιρικές συνθήκες.  (φωτό αρχείο Φ.Φ/Γ.Κ.)

Ήταν ο Ανδρέας Παπατριανταφύλλου. Ο και «Παπάτος» αποκαλούμενος ήταν άλλη μια ξεχωριστή περίπτωση βγαλμένη από την πελώρια δεξαμενή της δεκαετίας του ’70. Τότε που την αντιπροσωπεία της Toyota στην πατρίδα μας είχε ο εκ Δομοκού ορμώμενος, Κώστας Κασιδόπουλος. Ο Ανδρέας ήταν αδελφός της Βέτας, συζύγου του Κώστα.

Αγωνιστικός μαθητής του Γιάννη Ψύχα, κέρδισαν μαζί την πρώτη Ελληνική θέση (9οι γενικής) στο ΚΑ΄ Δ.Ρ.Α. (1973) μέσα σε μια μουσταρδί (τι άλλο;) Corolla. Γρήγορα απογαλακτίστηκε, ξεκίνησε τη δική του πορεία και δέκα χρόνια αργότερα στο τριακστό, επανέλαβε ως οδηγός με δεξί κάθισμα τον Κωστή Στεφανή (στη 13η θέση της γενικής). Ήταν μια περίεργη, άσχημη χρονιά για το ελληνικό μότοσπορ, που θα μπορούσε  σχετικά εύκολα ο Ανδρέας, να είχε στεφθεί πρωταθλητής, αλλά από ένα σημείο και μετά αδιαφόρησε.

Δεν έμπαινε σε πρόγραμμα ο εκλιπών. Στο αγωνιστικό κομμάτι, βοήθησε πολύ κόσμο μέσα από τη θέση του στην εταιρεία χωρίς να το διαλαλήσει, δίχως να επαίρεται. Όλοι όσοι συμμετείχαν με Toyota, την παλιά καλή εποχή που η αντιπροσωπεία ήταν σε Ελληνικά χέρια, χρωστούν στον Ανδρέα.

Στο κοινωνικό τμήμα, ήταν παλιάς κοπής. Πληθωρικός, κιμπάρης, γνήσιος μάγκας, με ξεχασμένους (πια) κώδικες συμπεριφοράς, παιδί της μέρας αλλά και αθεράπευτα νυχτοπούλι, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά που κρύβουν ή φανερώνουν αυτές οι δραστηριότητες.

«Τι θα γίνει γραφιά; Θα πάμε στην Ουψάλα;» Ρωτούσε περιπαιχτικά κάποιο από τα βράδια που είχαμε μοιραστεί το δείπνο στον Καρρά, φημισμένη τότε ταβέρνα στις παρυφές της «Φόκα Νέγκρα», εννοώντας την επιθυμία μου να συνταξιδεύσουμε με νταλίκα Αθήνα – Ουψάλα χωρίς στάση. Ένα ταξίδι που δεν έγινε ποτέ. Εκείνος θα το είχε κάνει βέβαια στο τιμόνι κάποιου White.

Αυτά τριάντα ένα καλοκαίρια νωρίτερα. Τότε που η ζωή σαν να ήταν η πιο λαμπερή, πιο εύκολη, πιο ειλικρινής.

Τελικά αυτοί που πιστεύουν πως ο Θάνατος δεν είναι η μεγαλύτερη απώλεια στη ζωή, αλλά είναι αυτό που πεθαίνει μέσα μας όσο ζούμε ίσως να έχουν δίκιο…