After Life - (Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020) PDF Print E-mail

Το τελευταίο σίριαλ που είχα παρακολουθήσει ήταν  «ο άγνωστος πόλεμος». Χειμώνας, Χούντα, Χαμοζωή. Τρία Χ, τρείς διαγραφές, για έναν έφηβο στα 14 και το σενάριο του Φώσκολου, με τις ερμηνείες του Αντωνόπουλου, της Μαυροπούλου, του Σίσκου, ήταν κάτι σαν αναλγητικό στον πονόδοντο ενός απροσανατόλιστου, ενός χαμένου.

Ήταν αρκετά επίπονη διαδικασία, συνοδευόμενη με τις υπόλοιπες αμαρτίες μιας μαυρόασπρης, τιβί τόσο στενής, τόσο κατευθυνόμενης και άγονης, τόσο καθεστωτικής, που άφησε διάφορα σημάδια.

Το πιο ανέφελο από αυτά, ήταν να μην ξαναδώ σήριαλ. Είχα και επιχείρημα. Αν δεν μπορείς να πείς κάτι σε δυο ώρες, δεν με ενδιαφέρεις. Καταλάβαινα σιγά  - σιγά ότι ήταν και αυτά μια δουλειά στη βιομηχανία του θεάματος. Η κατάσταση δεν διορθώθηκε, καθώς ακολούθησε η εποχή της βιντεοταινίας καθώς και η θεαματική είσοδος της ιδιωτικής τιβί. Το σκηνικό άλλαζε γρήγορα και εντυπωσιακά.

Αντιλαμβάνομαι  ότι τα σύγχρονα σήριαλ, έχουν αναθρέψει γενιές ηθοποιών, καλλιτεχνών και εργαζομένων εν γένει καθώς και γενιές τηλεθεατών. Είμαι μάρτυρας αυτής της παράκρουσης των τηλεθεατών, θηλυκού κυρίως γένους, που τηλεφωνούσαν στον πατέρα μου, συνώνυμο, συνεπώνυμο και συγγενή με πρωταγωνιστή δημοφιλέστατου σήριαλ στα τέλη της δεκαετίας του ’90, παρακαλώντας για έναν ραντεβού.

Πέρα από το βασικό ερώτημα, «με ποια λογική θα θελήσει ο ηθοποιός να συναντήσει ιδιωτικώς μια θαυμάστρια;» Η κατάσταση θύμιζε, σε κάποια κλίμακα, τις μαυρόασπρες εικόνες από τις περιοδείες των σκαθαριών στα μέσα της δεκαετίας του ’60 που νεαρές θαυμάστριες, αργότερα επινοήθηκε κι ο όρος γκρούπυ, ούρλιαζαν, λιποθυμούσαν, έκλαιγαν με λυγμούς. Στα μάτια ενός νορμάλ ανθρώπου, αυτό είναι παραφροσύνη.

Είχαν πολύ δύναμη τα σήριαλ, ως εκ τούτου παρήγαγαν και πολύ χρήμα σε μια εποχή όπου διαφημιστικές έκαναν τρελούς τζίρους, σε μια περίοδο ελευθεριότητας όπου χτίστηκαν καριέρες και περιουσίες από πρόσωπα που είχαν αυτές τις δεξιότητες.  Χτύπησαν με τέχνη το λαϊκό αισθητήριο, παρέσυραν τις μάζες σε μια αντίστοιχα λαϊκή διασκέδαση. Υποθέτω ότι κάποια από αυτά είχαν και στιγμές ενδιαφέρουσες, σενάρια ευφυή, ερμηνείες αιχμής. Ήταν όμως τηλεοπτικά σήριαλ. Στόχος τους ήταν η μάζα κι ο τρόπος τους ήταν ένας.

Ένας άλλος λόγος που από τον άγνωστο πόλεμο και εντεύθεν χωρίσαμε με τα σίριαλ ήταν ο χρόνος και η δέσμευση. Αντίθετα, με το σινεμαδάκι πήγαινες όποτε μπορούσες, όχι όποτε έπρεπε. Μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ, μεταμεσονύκτιο, αν έχανες κάτι το χειμώνα, το έβρισκες σε μια από τις πιο γοητευτικές εμπνεύσεις της παγκόσμιας ψυχαγωγίας. Στους θερινούς.

Στα μέσα της δεκαετίας ο Τζιμάκος στο «Ελένη όπως Ελλάδα» καταθέτει την άποψή του και περί τα σίριαλ σπαραξικάρδια όσο και χιουμοριστικά:

«Την πλανεύανε με λούσα όταν έλειπα εγώ
επειδή δεν είχα κούρσα και καλό τηλεκοντρόλ
Και την έχουνε μπαγλαρωμένη με τα σίριαλ μαστουρωμένη
Αχ, θα μου τη δώσει κάνα βράδυ και θ’ αρχίσω μπίζνες με τον Άδη»

Έτσι είχε το στόρυ. Μέχρι που πριν από καιρό έπεσε στη υπόληψή μου η παρουσίαση του Ricky Gervais στα βραβεία της χρυσής σφαίρας. Ήταν ένας ενδιαφέρον μονόλογος, πλήρης από επιχειρήματα, ανατρεπτικός, όσο χρειαζόταν ενοχλητικός, και κυρίως άνετος με ροή και σωστή δοσολογία αυθάδειας.

Έτσι, τρόπον τινά, εγκλωβίστηκα από αυτή την καταφανώς ευφυή φάτσα με το πονηρό χαμόγελο και τους χαρακτηριστικούς κυνόδοντες και μετά από μισό σχεδόν αιώνα μπήκα στη δοκιμασία να δω τη σειρά After Life, που έγραψε, σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε.

Έξι ημίωρα επεισόδια, δυο την ημέρα επί τρεις μέρες όπου μια καταρροή δεν άφηνε πολλά περιθώρια για μεταμεσονύκτια ανάγνωση και τέλος πάντων οφείλω να ομολογήσω ότι με κράτησε.

Επιστρατεύονται κλασσικές συνταγές που προβάλλονται σε ένα σύγχρονο Ηνωμένο Βασίλειο, ξεκινά σε ένα πολύ σκοτεινό πλαίσιο όπου ο πρωταγωνιστής είναι έτοιμος για την αυτοχειρία, υπάρχει η γνωστή μανιχαϊστική ακροβασία, τίθενται ερωτήματα, γεννιούνται συγκρούσεις. Στο τέλος όλη η κατάσταση αποσυμπιέζεται και οδεύει σε ένα χάπυ εντ.

Λίγο πολύ αυτός είναι και άξονας. Η μάχη για την απομάκρυνση από την δυστυχία και η προσέγγιση της ευτυχίας. Απλοϊκό στη σύλληψη, συγκινητικό στο γυαλί, μια θεωρία που θα εφαρμοστεί με σχετική επιτυχία και θα δώσει τόνο αισιοδοξίας σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη της Μ. Βρετανίας. Είναι μια συνταγή. Εκπληκτικό πως μπόρεσαν να βρεθούν τόσες πολλές μέρες με καλοκαιρία και γαλανούς ουρανούς στο νησί.

Τώρα, για να εξομολογηθώ την αμαρτία μου, την επόμενη μέρα σκεπτόμουν που και που το σκηνικό, την πλοκή, τα πλάνα του Gervais και για να απαλλαγώ από τις ενοχές, έτσι κάπως ομοιοπαθητικά άκουσα ένα σετάκι, αποτελούμενο Greta Van Fleet με when the cartain falls, HΙΜ με Wings of a butterfly, αντί για τις πιο συμβατές μπαλάντες του '70, άντε κάτι από Cream.

p.s. Στην αφίσα του σίριαλ, προβάλει ως υπέρτιτλος, η ρήση του J. P. Sartre «η κόλαση μου είναι οι άλλοι», ατάκα από το θεατρικό του «Κεκλεισμένων των θυρών». Γραμμένο στο  τέλος του '43, πρωτοπαίχτηκε στο τέλος του Μαίου του '44 στο Παρίσι, τρείς μήνες πριν η Γαλλική πρωτεύουσα απελευθερωθεί από τον Γερμανικό ζυγό.