Για τον Λαυρέντη - (Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019) PDF Print E-mail

Έχουν περάσει κάτι λιγότερο από εννέα χρόνια, από εκείνη την κουβέντα. Είπαμε πολλά, περάσαμε ευχάριστα, αν και, μοιραία, ξύσαμε διάφορα δυσάρεστα. Κάπως περίεργο, που ένα κομμάτι της κουβέντας βυθίστηκε στο κεφάλαιο θάνατος.


Ο Λαυρέντης, έμεινε ορφανός από πατέρα στα 15 του. Ευτυχώς η θυγατέρα του είναι ήδη 25 οπότε, λογικά, το τραύμα θα είναι μικρότερο. Αναχώρησε από τα εγκόσμια, αναπάντεχα χθες Δευτέρα τα ξημερώματα.

Ακολουθεί, η επανάληψη εκείνης της κουβέντας, έτσι σαν θύμηση, για έναν καλλιτέχνη που άφησε ένα ευαίσθητο, ευφυές, πλούσιο έργο

 

«Για σου φίλε μου» είπε φωναχτά, γελαστά, εγκάρδια την ώρα που περνούσα το κατώφλι της ανοικτής πόρτας του στούντιο, σε εµένα τον άγνωστό του, χωρίς να σηκωθεί από την καρέκλα του συγκρατώντας ανάµεσα στα δάκτυλα της αριστερής του παλάµης ένα µυρωδάτο πούρο που σιγόκαιγε. Για µερικούς, τούτη η συµπεριφορά είναι οικειότητα και αµεσότητα, για άλλους στα όρια της αγένειας. Επέλεξα από ένστικτο την πρώτη εξήγηση.

Xειμαρρώδης, εξωστρεφής, αποκαλυπτικός και πληθωρικός. Λαυρέντης Μαχαιρίτσας. Σκούρα ρούχα, περιποιηµένα νύχια, αραιά γένια, η διακριτή µεγάλη µεσοδόντια απόσταση στους άνω κοπτήρες, διαπεραστικό βλέµµα, κοµποσχοίνια στον δεξί καρπό και η χαρακτηριστική βαθιά, και όταν χρειαστεί στεντόρεια, φωνή του να δεσπόζει. Ακολουθούµε, χωρίς δυσκολία, τα µονοπάτια της σκέψης και των συναισθηµάτων του.

- Σου άρεσαν οι Beatles, αλλά τραγούδησες Τζαβέλα και έγραψες µουσική µε εκκλησιαστικές ρίζες. Τραγούδησες «Ζήτω τα λαϊκά κορίτσια» αλλά βρισκόµαστε στο Κολωνάκι. Ησουν καλό παιδί αλλά υπηρέτησες 5 µήνες επιπλέον στο στράτευµα από ποινές και σε απέβαλαν δύο χρόνια από τα σχολεία. Σαν πολύ αντίφαση να υπάρχει.

Οι Beatles µου άρεσαν σε µικρή ηλικία. Με τον Τζαβέλα, οι εποχές είχαν αλλάξει, µεταπολίτευση και τα λοιπά, ναι η δουλειά µε τους APG είχε εδάφια από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, όσο για τα άλλα ήµουν πολύ άτυχος. Συνωµοτούσε το σύµπαν εναντίον µου (γέλια). Δεν βρίσκω αντίφαση.

- Πάµε από την αρχή. Βόλος 1956. Εικόνες παιδικά βιώµατα.

Στον Βόλο γεννήθηκα, αλλά πήγαινα µόνο τα καλοκαίρια. Βρέθηκα εκεί και µια χρονιά που ήταν άρρωστος ο πατέρας µου το ’69. Τον έχασα από νεφροπάθεια. Τζάµπα πήγε...

- Συνεπώς έχουµε το ’69 την απώλεια του πατέρα και το ’94 την απώλεια του αδελφού, όπου κυκλοφορεί το «Παράθυρα που κούρασε η θέα». Σηµατοδότησαν αυτά την καλλιτεχνική σου πορεία.;

Να ήταν µόνο αυτά; Κοίταξε, όλα τούτα ενεργοποίησαν κάποια άλλα πράγµατα που δεν έβγαιναν πια καλά. Εβγαιναν θριαµβευτικά. Γι΄ αυτό έκανα ένα τραγούδι που έλεγε: «η ζωή είναι σαν τοκογλύφος». Δεν σου δίνει τίποτα τζάµπα. Τότε που λες, ενώ από τη µια πήγαινα του θανατά, από την άλλη πήγαινα του θανάτου. Ενας δυνατός θάνατος σε ταρακουνάει πολύ. Εχω κάνει τις φιλοσοφίες µου. Εχω φτάσει από το Αγιο Ορος µέχρι το Θιβέτ. Μου κούνησε το κεφάλι.

- Πες τα πιο σηµαντικά ερείσµατα και τα πιο σπουδαία εµπόδια της ζωής σου.

Ως εµπόδια θα αναφέρω τους θανάτους. Οταν έχασα τον πατέρα µου ήµουν 15, αυτός 36. Με σηµάδεψε διότι τον γούσταρα. Ηταν διευθυντής στη Συµφωνική εδώ. Τα ίδια και µε τον αδελφό µου και µε άλλους θανάτους που δεν θέλω να µιλώ γι΄ αυτούς γιατί δεν είναι µόνο δική µου υπόθεση. Τώρα ως ερείσµατα να αναφέρω ανθρώπους που µου άλλαξαν τη σκέψη, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Ζήσης ο Οικονόµου, ο Βαγγέλης Γερµανός µε τον τρόπο τους µε ξεστραβώσανε. Και οι φίλοι µου βέβαια. Τι περισσεύει τελικά; Πέντε τραγούδια να κάνεις που να µείνουν στον χρόνο και πέντε φίλους να έχεις, είσαι πετυχηµένος.

- Εκανες ταξίδια συνειδητοποίησης, κυριολεκτικά ή µεταφορικά

Ναι, βέβαια, και ήταν ταξίδια που έκανα κάτω από µεγάλη πίεση. Πήγα στο Αγιο Ορος, γνώρισα ανθρώπους που µε σηµάδεψαν. Γνώρισα έναν παππούλη εκεί, τη µέρα που η Ελλάδα πανηγύριζε την έναρξη των Ολυµπιακών Αγώνων, ήµασταν σε ένα µπαλκόνι στις Καρυές και τα λέγαµε.

- Αν ήσουν εκείνος που έπρεπε να αποφασίσει την τέλεση των Ολυµπιακών ή όχι στην Ελλάδα τι θα αποφάσιζες;

Ασφαλώς όχι. Το ρωτάς; Η Λίνα η Νικολακοπούλου έχει πει κάτι τόσο αληθινό και όταν το θυµάµαι γελάω. «Τώρα Ολυµπιάδα, µετά Ολυµπιάδεια». Πάρα πολύ καλό.

- Το «Διδυµότειχο blues» αποτελεί ένα κοµβικό σηµείο στην καριέρα και στη ζωή σου. Αποτελεί και την καταγραφή της θητείας. Πώς έγραψε τους στίχους ο Γιάννης «Μπαχ» Σπυρόπουλος

Καθόµαστε και µιλούσαµε στο καφενείο, κάπου δεν θυµάµαι, και µιλάγαµε µε φίλους για τις θητείες µας. Παρών και ο «Μπαχ». Ε, µετά λίγες ώρες ξαναβλεπόµαστε και µου λέει: «Πάρε αυτό». Ηταν οι στίχοι. Ο,τι είχε ακούσει το έκανε τραγούδι. Ο Γιάννης είναι πολύ έξυπνος, τροµερά εύστροφος. Πριν από το Διδυµότειχο ήµουν «το παιδί που τραγουδούσε από τους Τερµίτες». Μετά έγινα ο Λαυρέντης Μαχαιρίστας.

- Με τη Φλέρυ µε τη ρόµπα στον Λυκαβηττό, µε τον Παύλο στο «Ροντέο», µε τον Μητροπάνο δισκογραφία. Ολότελα διαφορετικοί χαρακτήρες, καλλιτέχνες. Πες κάτι.

Η Φλέρυ ήταν δύσκολος άνθρωπος. Επρεπε να έχεις αποκωδικοποιητή για να συνεννοηθείς. Πολύ τρυφερή, πολύ γλυκιά, πολύ ερωτική, µονίµως ερωτευµένη. Η Φλέρυ ήταν από τα άτοµα που µε συγκλόνισαν. Με τον Παύλο Σιδηρόπουλο, όπως είπες, παίζαµε στο «Ροντέο». Τώρα, κατόπιν εορτής, το να έχεις παίξει µε τον Παύλο και να ήσουν και φίλος του, είναι σηµαντικό. Τότε ήταν πρόβληµα. Δεν µπορούσες να βασιστείς, πότε ερχόταν πότε όχι, ήταν αυτοκαταστροφικός. Τότε πιεζόµουν, διότι η συνεργασία µας ήταν προβληµατική. Τώρα αποτελεί παλµαρέ. Ο Μητροπάνος είναι φίλος. Από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Ο κορυφαίος εν ζωή λαϊκός τραγουδιστής. Παρά το γεγονός ότι παίζουµε τελείως διαφορετικά πράγµατα, ταιριάζω πολύ µαζί του ακόµα και καλλιτεχνικά.

- Σε θυµώνουν οι κριτικές;

Η βλακεία µε θυµώνει και η δήθεν εξυπνάδα. Δεν µπορώ να ξεχάσω ότι έχει γραφτεί κριτική για το «the wall», στον «Ηχο» θαρρώ, άκου να γελάς, άκου: «Μέτριος δίσκος, θα ξεχαστεί σύντοµα». Αυτοί, λοιπόν, που τον «Αρµαγεδδών» τον είχαν θάψει, το τι µπούρδες είχαν γράψει, δεν λέγεται, οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιοι σου λέω στο µιλένιουµ το «Αρµαγεδών» τον είχαν στους τρεις καλύτερους δίσκους που βγήκαν ποτέ στην Ελλάδα. Ο Μαρµαντάκης είπε κάτι σοφό για τους κριτικούς, που ισχύει ακόµα και για τον Γεωργουσόπουλο που είναι τέρας µορφώσεως, Τέρας, ισχύει όµως και για αυτόν : «Είναι οι Δον Κιχώτες της Τέχνης. Θα ‘θελαν, πέρασαν, δεν ακούµπησαν». Δεν µε ενδιαφέρει ούτε να µου απονείµουν ούτε να µη µου απονείµουν οι ινστρούχτορες του ροκ στην Ελλάδα, ροκόσηµα. Τους έχω γραµµένους. Δεν πρέπει να κάνεις τον χαµαιλέοντα, να πηγαίνεις µε τα νερά του κάθε µαλάκα, ούτε να κάνεις τον γλείφτη για να είσαι αρεστός. Δεν δέχοµαι κανέναν να µου πει αν είµαι ή αν δεν είµαι ροκ. Αυτό είναι µια απόφαση δικιά µου. Κανέναν. Μου έγραψε τώρα µια κριτική ο Αργύρης, πολύ καλή, χρόνια είχε να γράψει καλή, τον ξέρω από παλιά, είµαστε χρόνια στην κόντρα, έγραψε λοιπόν ο πιο ροκ δίσκος του κλπ

- Πιστεύεις ότι η ιστορία µε το internet, την πειρατεία κλπ. συµµαζεύεται;

Οχι και να σου πω επίσης πως δεν υπάρχει δισκογραφία πια. Βρήκαµε την τελευταία σανίδα σωτηρίας. Τις εφηµερίδες. Το βινύλιο ήταν τέχνη. Τώρα βλέπω την κόρη, ακούει τα πάντα από τα mp3. Τραγωδία. Για να αγοράσω το πρώτο µου στερεοφωνικό δούλευα ένα καλοκαίρι. Αυτό όµως που δεν πρόκειται να αλλάξει είναι το ζωντανό φίλε µου. Εχεις να πεις κάτι; Μετράς; Μπορείς να επικοινωνήσεις; Θα έρθει ο κόσµος να σε δει. Δεν το ‘χεις; Αστο! Αυτό που κάνουµε π.χ. µε τον Ζουγανέλη δεν διεκδικεί δάφνες υπερβολικής κουλτουροποιότητας, αλλά έρχεται ο κόσµος και περνά καλά.

- Πες µου µια ταινία που σου έκανε εντύπωση.

Οσο και αν σου φανεί παιδικό, µε συγκλόνισε το ένα όµως, το Μάτριξ. Το ένα έτσι; Λοιπόν µε κλόνισε, διότι σκέφτηκα: Ρε συ µήπως είναι έτσι; Μου φάνηκε τόσο φυσιολογικό! Τρελάθηκα.

- Στα 55 σου τι είδους απειλές νιώθεις;

Κοίταξε: Ολος ο κόσµος µια απειλή. Αµα δεν έχεις παιδιά είσαι εντάξει. Αµα δεν είχα τη θυγατέρα µου που σήµερα έχει γενέθλια, γίνεται 17,

- Να τη χαίρεσαι, να τη δεις όπως θέλει...εκείνη.

Σε ευχαριστώ, αν λοιπόν είχα µόνον το κουφάρι µου, άντε και τη γυναίκα µου, στο Μάτσου Πίτσου θα ήµουν τώρα. Κανένα πρόβληµα. Αλλά εδώ, µιλάµε, κανείς δεν µπορεί να είναι ασφαλής. Ακόµα και το πλέον οργανωµένο κράτος στον κόσµο, η Ιαπωνία, ο πιο πειθαρχικός λαός, παράδειγµα προς µίµηση αλλά και προς αποφυγή -για άλλους λόγους- έχει φτάσει στα όρια της διάλυσης.

- Αυτή τη σκέψη που εκφράζεις τώρα θα την έλεγες πριν από 30 χρόνια;

Πριν από 30 χρόνια και περισσότερα είχαµε την ελπίδα του µαρξισµού, είχαµε την ελπίδα του «έτσι του αλλιώς», όλο στις ελπίδες ήµαστε. Ο Μάης του ’68, το Woodstock, ο ελεύθερος έρωτας. Ολα καταρρέουν. Το ροκ µια ελπίδα ήταν. Ενα πράγµα σαν µια επανάσταση. Και αυτό µέσα στο κόλπο, στο γκεζί το βάλανε και βγάλανε δισεκατοµµύρια

- Βρίσκεις κάτι θετικό στην παγκοσµιοποίηση;

Ετσι όπως την παρουσιάζουν τίποτα! Είναι το ’84 του Orwell. Τι µυαλό, πόσο φευγάτος ήταν ο άνθρωπος!; Οπως ακριβώς τα έγραψε. Δεν παρεκκλίνει πουθενά.

- Υπάρχει θαρρείς ελπίδα για την Ελλάδα του µνηµονίου;

Ολο το πράγµα είναι ένα στηµένο κόλπο. Δεν κατάλαβα, τι κάναµε δηλαδή; Εχει ο καθένας από µια έπαυλη µε µια πισίνα; Διότι τα φάγαµε µαζί λέει. Ακόµα και τα Cayenne που αγοράσαµε σχεδόν µας τα επέβαλαν. Δεν το επιλέξαµε. Μας τα επιβάλανε λεπτό προς λεπτό, µέρα τη µέρα, σταγόνα σταγόνα στην τηλεόραση κλπ. Η πληροφορία έφτανε έτσι που σε ανάγκαζε να το επιλέξεις.

- Να σου θυµίσω: επί Κατοχής ο κόσµος βγήκε στο κλαρί. Στις µέρες ούτε η πιο µικρή αντίσταση δεν έγινε. Μας καταβρόχθισε η καταβόθρα της κατανάλωσης και της δυτικοποίησης.

Α, µπράβο. Σε αυτό φταίµε. Αυτό είναι το φταίξιµο. Αλλά, ό,τι έκανε όλος ο κόσµος κάναµε και εµείς. Αφού ζούµε σε αυτωνών την κοινωνία. Αµα ζούσαµε στην κοινωνία της Σοµαλίας θα ήταν αλλιώς. Δηλαδή τι; Να µην πάρω κοµπιούτερ µε φλατ οθόνη. Είχα πάει στην Ισπανία και µου λέει ο ταξιτζής: «Αντε µετά από σας έχουµε σειρά εµείς» και τρελάθηκα, Δηλαδή τι πρέπει να γίνει; Να πεθάνει όλος ο κόσµος για να ζήσουν οι Αµερικανοί και οι Γερµανοί; Και τι να τα κάνουν οι γαµ…νοι τα λεφτά; Θα τα βάλουν σε πισίνες και θα κάνουν βουτιές σαν τον Σκρουτζ; Αµα δεν έχει λεφτά όλος ο κόσµος, δεν έχουν αξία ούτε τα δικά τους. Δεν το καταλαβαίνουν; Είναι σχιζοφρένεια.

- Νοµίζω συνεννοηθήκαµε. Σε ευχαριστώ.

Ναι. Τα ‘παµε όλα. Εγώ σε ευχαριστώ.

Χαιρετηθήκαµε. Ο Λαυρέντης καθόταν σε άλλη καρέκλα, καθώς είχε αλλάξει για τις ανάγκες της φωτογράφησης και περνώντας το ίδιο πούρο στο αριστερό ανταλλάξαµε χειραψία µε τις ίδιες περίπου λέξεις:

«Γεια σου φίλε µου»

Πέρασα το κατώφλι της πόρτας. Τώρα πια δεν θα επέλεγα από ένστικτο την ερµηνεία αυτής της συµπεριφοράς ως οικειότητα και αµεσότητα αλλά από εµπειρία. Ήξερα τον Λαυρέντη, όσο τουλάχιστον µπορεί κάποιος να µάθει έναν χειµαρρώδη, εξωστρεφή, αποκαλυπτικό τύπο σαν τον Λαυρέντη για όση ώρα κράτησε η κουβέντα.