Ανάβαση Πάρνηθας δέκα χιλιομέτρων (2/2) - (Πέμπτη 18 Απριλίου 2019) |
...μέρος δεύτερο και τελευταίο, 1960 Η πρώτη Πάρνηθα του ελληνικού πρωταθλήματος της δεκαετίας του ’60, φέρνει ένα πισωγύρισμα. Είναι ο αγώνας με τις λιγότερες μέχρι τότε συμμετοχές αλλά και με τους λιγότερους θεατές. Υπάρχουν δυο αιτίες. Είναι η πρώτη και τελευταία μεταπολεμική φορά που τελείται τον Ιούλιο. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται καθημερινή (Τετάρτη). Στο αγωνιστικό επίπεδο ο Τζώνυς Πεσμαζόγλου πετυχαίνει νέο ατομικό ρεκόρ με την Chevy, αλλά παραμένει μακριά από την πανελλήνια επίδοση του Παπαμιχαήλ. Δυο ακόμα οδηγοί κατεβαίνουν το φράγμα των οκτώ λεπτών. Ο Ηλίας «Σπέσιαλ» Μεταξάς με ΧΚ 150 και ο Γιάννης Χρονίδης με δανεική τη Chevy του Αμερικανού Kingsley. Στην εικόνα ο Τζώνυς ανεβάζει τη δυνατή αλλά δύστροπη two ten στο στενό, ανηφορικό δρόμο.
1961 Εισακούγοντας, κατά το ήμισυ τις παραινέσεις, οι οργανωτές, έφεραν την Πάρνηθα τον Απρίλιο, αλλά τον άφησαν πάλι καθημερινή (Τετάρτη). Ο αγώνας είχε ελαφρά περισσότερες συμμετοχές (32 από τους οποίους τερμάτισαν 27) από την προηγούμενη χρονιά. Νικητής αναδείχτηκε ο Τζώνυς, ο μοναδικός που κατέβηκε κάτω από τα οκτώ λεπτά, ενώ στη δεύτερη θέση βρέθηκε ο Μ. Κοτσώνης με το δίχρονο Αuto Union και τα ταπεινά χίλια κυβικά του. Ο Τζώνυς Πεσμαζόγλου, ο Λεωνίδας Αναγνώστου, ο Γιώργος Ραπτόπουλος, ο Μανώλης Κοτσώνης, και καθιστός ο Μηνάς Βουρδουμπάκης, χαμογελαστοί κάτω από την ανοιξιάτικη λιακάδα, λίγο μετά το τέλος του αγώνα, μπροστά στη two ten και το A.U. που βρέθηκαν στις δυο πρώτες θέσεις.
1962 Καθώς ο αγώνας του πρωταθλήματος σταθεροποιείται πριν το Δ.Ρ.Α. και μέσα στον Απρίλιο, το ρεκόρ του Ν. Παπαμιχαήλ δεν απειλείται ούτε το ’62. Πλην όμως, πέντε οδηγοί κατεβαίνουν το οκτώ, περισσότεροι από κάθε άλλη χρονιά, γεγονός που αποδεικνύει την βελτίωση του επιπέδου. Την νίκη κατακτά ο Άλκης Μίχος. Για να τα καταφέρει, θα χρειαστεί να βελτιώσει την ατομική του επίδοση. Ο Γ. Χρονίδης ντουμπλάροντας την Healy του Μίμη Μαρκομιχελάκη θα κατακτήσει τη δεύτερη θέση πολύ κοντά στον νικητή και πολύ μακριά από τον τρίτο Αμερικανό F. Selas. Η καλύτερη, συγκριτικά, επίδοση είναι του Γιώργου Ραπτόπουλου. Εγκαταλείποντας τους αγώνες με τα δίκυκλα και στρέφοντας το ενδιαφέρον του ολοκληρωτικά στα αυτοκίνητα, ο Μακεδόνας οδηγός πετυχαίνει έναν εξαίρετο χρόνο οδηγώντας το μικρό junior. Με το ψευδώνυμο «Campani», ο Δημ. Κωδούνης, και αυτός στην δεκάδα με τα 850 κ.εκ. του Saab του.
1963 Καθώς προχωρά η δεκαετία του ’60, τόσο ανεβαίνει το επίπεδο. Σε σχέση με την περασμένη χρονιά, διπλασιάζονται οι οδηγοί που κατεβαίνουν το οκτώ. Δέκα από πέντε, ενώ εντύπωση προκαλεί ότι 4 από τα 10 αυτά αυτοκίνητα που γράφουν χρόνους μικρότερους των οκτώ λεπτών το ’63, έχουν λιγότερα από 1.000 κ.εκ. Τον αγώνα θα κερδίσει ο βρετανός Murray Smith, πλησιάζοντας κατά 4/10 το ρεκόρ του Παπαμιχαήλ που δείχνει στοιχειωμένο από το ’58. Ο Γιώργος «Voodoo» Μεϊμαρίδης μοιράστηκε με τον Βρετανό Murray Smith το TR4 που διακρίνεται πίσω τους. Ο Murray κέρδισε τον αγώνα και ο Γιώργος πλασαρίστηκε στην 4η θέση. Μετά την αναμέτρηση, γραβατοφορεμένοι και οι δύο ποζάρουν με φόντο τα έλατα κάτω από ένα νεφοσκεπή ουρανό στην κορφή της Πάρνηθας.
1964 Μετά από τέσσερα έτη, ο αγώνας επιστρέφει στην Κυριακή. Έτσι, στο βουνό βρίσκονται περισσότεροι θεατές που αποδεικνύονται τυχεροί καθώς αντικρίζουν ένα σπάνιο θέαμα. Τον πρωταθλητή Γιώργο Ραπτόπουλο στην καλύτερη ίσως κούρσα της καριέρας του και σε μια από τις κορυφαίες της δεκαετίας. Οδηγώντας το λευκό F12, γνωστό και με το παρανόμι «Χάρος» συνέτριψε για περισσότερα από 20 δευτερόλεπτα, το ρεκόρ της ΧΚ του Παπαμιχαήλ που έστεκε ακλόνητο από το ’58. Για να συμβεί αυτό χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλες του τις μηχανολογικές γνώσεις να προετοιμάσει ο ίδιος οριακά το αυτοκίνητο, να γνωρίζει άριστα τη διαδρομή, πάνω απ’ όλα όμως, απαιτήθηκε οδηγικό ταλέντο και ψυχική τόλμη. Έτσι προκειμένου να αντισταθμίσει τη μικρή ισχύ, τη φτωχή ροπή και τη στενή ωφέλιμη περιοχή του μικρού δίχρονου κινητήρα του και να μην κόβει τη φόρα του αυτοκινήτου σε πολλά σημεία, το άφηνε να ξακρίζει και να ακουμπά πάνω στα βράχια ή στο χαμηλό προστατευτικό στηθαίο. Μια παράτολμη, αν όχι παράλογη, τεχνική, αλλά και ο χρόνος του ήταν εκτός λογικής.
1965 Ο αγώνας του ΄65 συγκέντρωσε τις περισσότερες συμμετοχές από τότε που μπήκε στο πρωτάθλημα. Πενήντα δύο αυτοκίνητα τερμάτισαν, ενώ και το επίπεδο βελτιώθηκε καθώς 11 οδηγοί κατέβηκαν το οκτώ. Γίνεται πλέον σαφές ότι ο στόχος είναι το φράγμα των επτά λεπτών. Σε επίπεδο κορυφής ο Άλκης Μίχος θα οδηγήσει την κόκκινη 250 GT και θα κυριαρχήσει δημιουργώντας νέο πανελλήνιο ρεκόρ. Ο Γ. Ραπτόπουλος, θα βρεθεί από πίσω του με μια ακόμα λαμπρή εμφάνιση. Στην 3η θέση ο Μίμης Μαρκομιχελάκης με το ψευδώνυμο «Δημ,. Αθανασιάδης» στη δεύτερη εμφάνιση της e - type στην Πάρνηθα, μετά την περσινή που είχε οδηγήσει ο Γ. Χρονίδης. Σχετικά με την προσέλευση του κόσμου το «Νέο αυτοκίνητο» (αρ. φυλ. 121 – 122) θα σημειώσει. «Πρώτη φορά η συμμετοχή του κόσμου για να παρακολουθήση τον αγώνα ήταν τόσο μεγάλη, που προς στιγμήν υπήρξε φόβος να αναβληθή. Απροετοίμαστοι οι Οργανωτές και τα όργανα της τάξεως βρέθηκαν ξαφνικά προ αδιεξόδου και επί μια μισύ σχεδόν ώρα δόθηκαν μάχες για να εκκαθαριστεί η διαδρομή από αυτοκίνητα και φιλάθλους. Με την απειλή της αφαιρέσως πινακίδων από τον επικεφαλής της τροχαίας, οι φίλαθλοι απεμάκρυναν τα αυτοκίνητά των από όλα τα επικίνδυνα σημεία της διαδρομής και από την περιοχή του τέρματος...»
1966 Το ’66 ήταν η πρώτη φορά που η ανάβαση Πάρνηθας εκτός από αυτοκίνητα φιλοξένησε και μοτοσυκλέτες. Από τότε άρχισαν οι δίτροχοι αγωνιζόμενοι να έχουν κοινές αγωνιστικές με τους τετράτροχους. Το ρεκόρ του Μίχου παρέμεινε, αλλά κάτω από τα οκτώ λεπτά βρέθηκαν περισσότεροι οδηγοί από ποτέ. Συνολικά 14. Ταχύτερος αποδείχτηκε ο Σταύρος Ζαλμάς που στην πρώτη του Πάρνηθα με Cooper S απέσπασε τη νίκη, αφήνοντας δυνατούς αντιπάλους και ισχυρότερα αυτοκίνητα στις επόμενες θέσεις. O Μανώλης Κοτσώνης, ήταν εκείνος που οδήγησε για δεύτερη χρονιά μια e – type, πιστεύοντας ότι μπορούσε να διεκδικήσει τη νίκη. Αν και σημείωσε καλύτερη επίδοση από εκείνες του ’65 των Μίμη «Δ. Αθανασιάδη» Μαρκομιχελάκη και Ν. Καπετανάκη, περιορίστηκε στη 2η θέση.
1967 Ο αγώνας του ’67 έδωσε αυτό που ήταν στόχος από το ’64. «Ο «Μέλας με Ωστεν Κούπερ S εξεπόρθησε το οχυρόν 7 λεπτά» έγραψε το «Βολάν» (τ. 150 Μαρ – Απρλ. 1967). Ο Γιώργος «Μέλας» Μεϊμαρίδης, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά διαφορικό περιορισμένης ολίσθησης και racing ελαστικά (Dunlop R6) δείχνοντας το δρόμο στις υπόλοιπες συμμετοχές. Στη δεύτερη θέση ο αδελφός του Γιάννης «Μαύρος» Μεϊμαρίδης με την Giulia. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που δυο αδέλφια θα έκαναν το 1- 2 στην Πάρνηθα. Μέσα σε έξι δέκατα ο δεύτερος από τον τέταρτο, με τρία διαφορετικά αυτοκίνητα. Δείγμα του κλειστού ανταγωνισμού. Πρώτη εμφάνιση της Vette του Τζώνυ, που άμεσα απέκτησε το παρανόμι «Στρίγγλα».
1968 Είχε κερδίσει πρώτη φορά το ’59 με 7΄:43. Έντεκα χρόνια αργότερα, το ’68, αλλάζοντας όχημα θα ξανακέρδιζε, κατεβάζοντας 66 δευτερόλεπτα το χρόνο του ’59. Θα σημείωνε 6΄ :37΄΄:9, μια επίδοση που θα παρέμενε εις το διηνεκές ως η καλύτερη που σημείωσε Έλληνας στο βουνό. Ο λόγος για τον Τζώνυ, που ήθελε τη νίκη, ήθελε και το ρεκόρ. Με αυτό το στόχο εμφανίστηκε στις επτά Απριλίου του ’68 με την Vette έτοιμος για όλα. Έχοντας, περιέργως, το νο 44 ξεκίνησε προτελευταίος. Πίσω του στη γραμμή εκκίνησης υπήρχε μόνον το Gordini του Α. Στρατούλη και ακόμα πιο πίσω διακρίνουμε πλήθος κόσμου. Καίγοντας λίγο από τα πίσω λάστιχα έσπρωξε τη Vette με ορμή από τα πρώτα μέτρα της ανάβασης ανάμεσα σε εκατοντάδες θεατές που έβλεπαν με δέος το αμερικάνικο θηρίο. Στο δρόμο υπήρχαν αρκετά χαλίκια από τα αυτοκίνητα που είχαν ανέβει νωρίτερα αλλά η Vette ανέβηκε αταλάντευτη με έναν οδηγό αποφασισμένο. Μόλις 6 λεπτά, 37 δεύτερα και εννέα δέκατα αργότερα πέρασε τη γραμμή του τερματισμού, συντρίβοντας το περσινό ρεκόρ του «Μέλα» και δημιουργώντας νέα πανελλήνια επίδοση. Στα 54 του χρόνια, ο Τζώνυς πόζαρε με χαρά μπροστά στη Vette για την σπουδαία του επίδοση ενώ δεν παρέλειψε να εισπράξει και τα ευμενή σχόλια των Αμερικανών της παρακείμενης βάσης που θα ένοιωθαν υπερηφάνεια, τόσες χιλιάδες μίλια μακριά από την πατρίδα, όταν ένα τόσο δημοφιλές δικό τους όχημα νίκησε σε αυτή τη χώρα της Μεσογείου.
Μπορεί ο Τζώνυς να κέρδισε, αλλά δεν ήταν λίγοι αυτοί που είπαν ότι η επίδοση της ημέρας ήταν του Σπύρου Τσινιβίδη και δεν είχαν άδικο. Ο διοπτροφόρος οδηγός, ανέβασε μια B.M.W. 1600 Ti, μόλις 1,2 δευτερόλεπτα πιο αργά από την Vette. Ασφαλώς πρόκειται για εκθαμβωτική επίδοση. Χωρίς αμφιβολία οδήγησε ο Σπύρος εκείνη την μέρα και ήταν άτυχος, πολύ άτυχος που έπεσε σε μια τόσο μεγάλη επίδοση του Τζώνυ και ξεχάστηκε η δίκη του. Ο Σπύρος, εργένης με άποψη, μετά την απονομή με την τότε συνοδό του Μαρία Κυβέλου, ηθοποιό.
1969 Τον Απρίλιο του ’69 έμελλε να διοργανωθεί για τελευταία φορά η κλασσική ανάβαση Πάρνηθας των 10 χιλιομέτρων. Για τους προληπτικούς ας κατατεθεί ότι ήταν η 13η, πάντα για την μεταπολεμική περίοδο. Δεν ήταν φανερό τότε, ότι θα ήταν η τελευταία, καθώς υπήρχαν πολλές ενδείξεις περί του αντιθέτου. Ο αγώνας είχε καθιερωθεί να διεξάγεται Κυριακή, δόθηκαν δύο μέρες επίσημων δοκιμών και συμμετείχαν περισσότεροι παρά ποτέ (71). Επίσης ήταν η πρώτη φορά που, πέραν της κλασικής ανάβασης, διοργανώθηκαν άλλες δυο εκδόσεις της, μήκους 7 και 4 χλμ. μέσα στην ίδια χρονιά, προκειμένου να πλουτίσει το νεοσυσταθέν πρωτάθλημα αναβάσεων. Όλα έδειχναν ευοίωνα αλλά το μέλλον, του αγώνα δεν ήταν τέτοιο. Στο αγωνιστικό κομμάτι ο Τζώνυς θα σημείωνε την Πέμπτη, συνολικά νίκη του στο βουνό, χωρίς όμως να μπορέσει να βελτιώσει έτι περαιτέρω το ρεκόρ του. Ο Νίκος Καπετανάκης που πλασαρίστηκε στη δεύτερη θέση, διακρίνεται εδώ σε δεξιά φουρκέτα, ντριφτάροντας δυναμικά την κόκκινη λευκή δύο δύο.
Στην ερώτηση τι ήταν η Πάρνηθα η απάντηση θα μπορούσε να είναι: Καυσαέριο με λάδι από τα δίχρονα, ήχοι από Ferrari, από Porsche, μυρουδιές από καστορέλαιο, μάχες μεταξύ Alfa και Cooper και βέβαια οι βρυχηθμοί της Vette. Οι καλύτεροι αγωνιζόμενοι ξόδευαν βράδια, καύσιμα, και ελαστικά σε δοκιμές. Οι μυημένοι γνώριζαν ακόμα και τα δρομολόγια των υπηρεσιακών οχημάτων της στρατιωτικής βάσης. Έτσι, την δεκαετία του ’60 γνωρίζει μια μεγάλη άνθηση. Μάρτυρας και η εικόνα, από την ευθεία εκκίνησης τον Απρίλιο του ’66, που οι άνδρες της Χωροφυλακής ορίζουν τους θεατές, κάτω από έναν νεφοσκεπή ουρανό, που δεν έφερε όμως βροχή. Στην κορφή ξεχωρίζει ο όγκος του ξενοδοχείου Mont Parnes που δεν κόμισε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Σε αυτήν την μεγάλη ευθεία της εκκίνησης, όπου τώρα είναι το βασίλειο του κιτς, υπήρχε μόνον ένα ταβερνάκι. Του Παντέλου. Ατελείωτες, εκεί, οι μεταμεσονύκτιες συζητήσεις, για διαφορικά, σχέσεις, χρόνους, τακτικές. Μπορεί να ξεκινούσαν από του Παντέλου και να συνέχιζαν στο καφενείο «Βυζάντιο» του «μπιντέ» όπως περιέγραφε την πλατεία Κολωνακίου ο Μάριος Χάκκας, Και αν ο συγγραφέας τον αποκάλεσε τότε μπιντέ σήμερα πια λέξη θα έβρισκε άραγε;
Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι εμπλεκόμενοι περιστρέφονται τον Απρίλιο, γύρω από την ανάβαση Πάρνηθας. Υπάρχει μια ολοένα διογκούμενη δυναμική. Που κρατά έως την άνοιξη της τελευταίας χρονιάς της δεκαετίας του ’60. Την τελευταία χρονιά διεξαγωγής της ανάβασης των δέκα χιλιομέτρων. Ένα αυτοκινητικό γεγονός αλλά και ένα κοινωνικό φαινόμενο που ανήκει πλέον αμετάκλητα στην Ιστορία. |