Ιστορίες Οικονομίας, Χρήματος και Πιέσεων (27.03.2010) PDF Print E-mail

«Οικονομία είναι, η τέχνη του να περνάς το χρήμα από χέρι σε χέρι, μέχρι να εξαφανιστεί.»

Robert W. Sarnoff

 

Η τρέχουσα πραγματικότητα στην Ελλάδα, σχεδόν μας αναγκάζει να ασχοληθούμε με την οικονομία με τρόπο διαφορετικό απ’ ότι στο παρελθόν. Ολότελα διαφορετικό απ’ ότι το, όχι και τόσο μακρινό, καλοκαίρι του ’99.

Αν υποτεθεί ότι η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια απολάμβανε ένα βοιωτικό επίπεδο σημαντικά υψηλότερο απ’ ότι δικαιούταν, ήρθε η ώρα της καταβολής του αντιτίμου.

Απομένουν όμως τα ερωτήματα πως, πότε και γιατί κλιμακώθηκε, (ή μήπως μεθοδεύτηκε;) το γλίστρημα της Ελλάδας στον άμετρο καταναλωτισμό, (διότι περί αυτού πρόκειται) αλλά και γιατί έχει γίνει ο στόχος ανηλεών επιθέσεων.

Ο Ronald Wilson Reagan, 40ος πρόεδρος των Η.Π.Α. το είχε θέσει πολύ απλά:

«Η κυβερνητική πολιτική για την οικονομία συνοψίζεται σε τρεις φράσεις. Αν κινείται, φορολόγησέ το. Αν συνεχίσει να κινείται, ρύθμισέ το. Αν σταματήσει να κινείται, επιδότησέ το.»

Είναι περισσότερο από προφανές ότι το σύνολο των μεταπολιτευτικών, ή καλύτερα μεταπολεμικών κυβερνήσεων απέτυχαν σε αυτές τις απλές αρχές. Ακόμα περισσότερο, απέτυχαν στο να διαχειριστούν τον έστω περιορισμένο πλούτο, από τη φορολογητέα ύλη, που συνέλεγαν. Εξηγήσεις ή ακόμα και δικαιολογίες σε πολιτικό και σε οικονομικό επίπεδο υπάρχουν.

Αυτές όμως, σε τίποτα δεν μειώνουν τις ευθύνες των πολιτικών, αν πάλι υποτεθεί ότι οι ημεδαποί πολιτικοί ήταν εκείνοι που όριζαν τις τύχες των πολιτών. Δεν αναφέρομαι στις παρεμβάσεις του ξένου παράγοντα, αλλά στην αόριστη πλην όμως υπαρκτή έννοια της «αγοράς».

Οι έξωθεν πολιτικές παρέμβασης, μοιάζουν πια πολύ χοντροκομμένα εργαλεία συγκρινόμενα με την ισχύ και τις επιθυμίες των «αγορών». Αν έστω και περιστασιακά αντισταθήκαμε τόσο έντονα σε ότι θεωρήσαμε ως ωμές παρεμβάσεις στα καθ’ ημάς, είναι περίεργο γιατί δεχτήκαμε τόσο εύκολα τις θεμελιώδεις αλλαγές που τόσο εύκολα, τόσο γρήγορα επέβαλλαν οι «αγορές». Περίεργο μεν, απλό δε. Διότι μας βόλεψαν.

Η ενορχηστρωμένη επίθεση ενάντια στην Ελλάδα, που ούτε λίγο, ούτε πολύ εμφανίζεται ως η χώρα των απατεώνων και υπεύθυνων για το δυσοίωνο μέλλον της Ευρωπαϊκής οικονομίας, δεν πρέπει ούτε να μας εκπλήσσει, ούτε να μας οργίζει. Διότι η ευθύνη για όλα τούτα ανήκει σε εμάς. Όχι μόνον διότι, από ότι αποδεικνύεται, παρουσιάσαμε κατασκευασμένα στοιχεία, ούτε επειδή μάθαμε να ζούμε με δανεικά, ούτε διότι ήμαστε «θύματα» κερδοσκόπων. Όλα τούτα είναι αποτελέσματα. Τα αίτια βρίσκονται στα εξής: Λησμονήσαμε πολύ γρήγορα ποιοι ήμαστε, προσφέραμε πολύ φθηνά τον εθνικό μας πλούτο, ξεχάσαμε άμεσα ποιοι είναι οι εταίροι μας, αφήσαμε απροστάτευτο το μέλλον μας, αλλά κυρίως αλλάξαμε πολύ γρήγορα, πολύ εύκολα.

Η τουριστική οικονομία δεν βοήθησε ιδιαίτερα τον τόπο. Τα νησιά του αρχιπελάγους, οι αρχαιότητες, η θάλασσα, οι γραφικότητες της περιφέρειας ήταν πρώτης τάξεως υλικά των οποίων όμως η διαχείριση έγινε με τρόπο λαθεμένο. Η ρότα που επιλέχτηκε δεν ήταν η σωστή και σύντομα αυτή η δραστηριότητα έγινε βορά στα χέρια των μεγάλων ταξιδιωτικών πακέτων. Για τα λαογραφικά, εθιμικά, κοινωνικά τραύματα, ούτε λόγος…

Η Τουρκοκρατία και η Γερμανική κατοχή ίσως, στο άμεσο μέλλον, εκτιμηθούν ως μικρότερες απειλές για την ύπαρξη του Ελληνισμού, ακριβώς διότι είμαστε και νοιώθουμε βολεμένοι, χωρίς επιθυμία αντίστασης σε ότι θεωρούμε (;) ως απειλή.

Θετικό θα ήταν να μην φορτώνουμε ευθύνες στους κερδοσκόπους τη Γερμανική ισχύ, την Ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα, το Διεθνές νομισματικό ταμείο, το Euro group και σε άλλους ορατούς ή αόρατους εχθρούς. Όλοι τη δουλειά τους κάνουν. Το αμερικάνικο γνωμικό που αναφέρει: «Οι ταύροι κάνουν χρήμα, οι αρκούδες κάνουν χρήμα. Τα πρόβατα σφαγιάζονται» έχει ακουμπήσει ωμά την πραγματικότητα. Οι κερδοσκόποι έτσι γενικώς και αορίστως για αυτό υπάρχουν, για να απομυζούν τους κουτούς που θεωρούν τους εαυτούς τους πονηρούς και οι τράπεζες εκεί ακριβώς οφείλουν την ύπαρξή τους.

Στο ότι πουλάνε το χρήμα ακριβότερα από ότι το αγοράζουν. Σε ότι αφορά τους Γερμανικούς αφορισμούς θα ήταν πιο δίκαιο αν ξεκινούσαμε τη συζήτηση από τις κατοχικές αποζημιώσεις, τα ατιμώρητα μαζικά εγκλήματα, τις περιπτώσεις Max Merden. Ακόμα και αυτοί όμως, έκαναν τις δουλείες τους και τις έκαναν καλύτερα όσο υπήρχε συνεργασία ή ανοχή με τις όποιες τοπικές αρχές, όσο υπήρξε ασυλία.

Είναι βεβαιωμένο ότι περνάμε το Ρουβίκωνα μιας κρίσης. Το οικονομικό τμήμα είναι η κορφή της. Ο κορμός της, είναι το κοινωνικό κομμάτι. Οι κρίσεις, έχουν ως χαρακτηριστικό τους να επαναπροσδιορίζουν τη ζωή. Μέσα από τις κρίσεις ανακαλύπτεις τι είσαι, πόσο εύκολα μπορούν να μεταβάλλουν αυτό που είσαι, πόσο εύκολα μπορούν να σε απομακρύνουν από αυτό που ήθελες, ή ακόμα χειρότερα, πόσο γρήγορα μπορούν να σε στείλουν εκεί που θέλουν. Πόσο αντέχεις δηλαδή, πόσο πιστεύεις, αυτό είναι το κλειδί.

Η αντοχή και η πίστη συνεπώς, ενδέχεται να μας εξασφαλίσουν ένα λιγότερο χειρότερο μέλλον, μέσα από μια όχι και τόσο ανθόστρωτη διαδικασία. Μπορούν να οικοδομήσουν σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες, να προσπαθήσουν να γεφυρώσουν τα χάσματα που δημιουργήθηκαν, να εμπνεύσουν την ελάχιστη αλληλεγγύη, να πλήξουν την τρέχουσα βαρβαρότητα που εκφράζεται από το γνωμικό «Ο καθένας για τη πάρτη του.»

Απομένει το ερώτημα: Πόσο αντέχουμε, πόσο πιστεύουμε;

Οι φωνές εθνικοφροσύνης εγείρονται συνήθως εντονότερες σε περιόδους κρίσεως. Ενδιαφέρον θα είχε να   διαπιστώσουμε, πόσοι από εκείνους που εκφέρουν αυτούς τους λόγους είναι έτοιμοι να θυσιάσουν κάτω από την κραταιά ή ταλαίπωρη γαλανόλευκη τη ζωή τους, την περιουσία τους, τη ζωή και το μέλλον των παιδιών τους.

 

 

 

δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό Car & Driver τ.244 Απρίλιος 2010