Στο δρόμο που χάραξε ο Αλέκος (09.03.2010) PDF Print E-mail

Όταν στο τέλος του 1983 ο Αλέκος «Λεωνίδας» Μανιατόπουλος διεκδικώντας το Πρωτάθλημα Ράλι αποφάσισε να στραφεί στη δικαιοσύνη, έδινε ένα αποφασιστικό χτύπημα στους θεσμούς. Εικοσιεπτά χρόνια αργότερα, ο δρόμος αυτός παραμένει ανοικτός μεν, αντιπαραγωγικός δε και το σπορ τελματωμένο.

Αφορμή για το σημείωμα τούτο, αποτέλεσε το αίτημα δύο οδηγών από το χώρο των ιστορικών αυτοκινήτων προς το Πρωτοδικείο Αθηνών για την έκδοση προσωρινής διαταγής κατά της απόφασης της ΕΘ.Ε.Α., σχετικά με την υποχρέωση εγγραφής του ενδιαφερομένου να αποκτήσει licence (αγωνιστική άδεια) στο Σ.Ο.Α.Α. (Σύνδεσμο Οδηγών Αγώνων Αυτοκινήτου) ή στο Σ.Ο.Α.Β.Ε. (Σύνδεσμο Οδηγών Αγώνων Βορείου Ελλάδος).

Στο Δικονομικό κομμάτι, η είδηση είναι ότι το αίτημα απορρίφθηκε. Αν γυρίσουμε στο παρελθόν για να ερευνήσουμε τι προκάλεσε το πρώτο κρούσμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη θα σταθούμε μπροστά στα εξής:

1. Μια ασαφής διακήρυξη πρωταθλήματος που εμφάνιζε κενά στις διατάξεις που αφορούσαν περιπτώσεις ισοβαθμίας.
2. Τη βαθιά, για τα ελληνικά δεδομένα, εμπλοκή δυο αντιπροσωπειών και τα αντίστοιχα συμφέροντα τους.
3. Την ύπαρξη δυο φυσικών προσώπων, πρωταγωνιστών με ολότελα διαφορετικούς χαρακτήρες.

Μέσα από μια ασυνήθιστη, είναι η αλήθεια, αλληλουχία γεγονότων, συμπτώσεων η κατάσταση έφτασε τότε, στο πρωτοφανές σημείο, να επιχειρείται η ανάδειξη του πρωταθλητή μέσα από νομικές ερμηνείες κανονισμών και διατάξεων. Για το ουσιαστικό κομμάτι της διαμάχης η συζήτηση είναι περιττή.

 

Ο Γιώργος Μοσχούς ανήκει στην τριάδα πιο ταλαντούχων οδηγών που πέρασαν ποτέ από το Ελληνικό στερέωμα.

Παρορμητικός και εξωστρεφής σαν χαρακτήρας, ατρόμητος στο μπάκετ, με κορυφαία αίσθηση του κοντρόλ και ιδιαίτερη άνεση στις υψηλές ταχύτητες είχε την ατυχία να γεννηθεί στην Ελλάδα από εύπορη, ισχυρή Μαρουσιώτικη οικογένεια.

Ατυχία διότι αν είχε βρεθεί στην Ιταλία ή στην Αγγλία πιθανότατα θα είχε κάνει μια σημαντική διεθνή καριέρα.

Αθλητικός, (αυτοί που τον ξέρουν καλύτερα λένε ότι ο Χάρης Γραμμός θα ήταν άγνωστος αν ο Γιώργος αποφάσιζε να ξενυχτά λιγότερο), φωνακλάς, ευέξαπτος, μονοκόμματος αλλά έτοιμος να σταθεί ανιδιοτελώς δίπλα στους φίλους του.


Από την άλλη, ο Αλέκος Μανιατόπουλος, εξ Αχαΐας ορμώμενος γρήγορα κατανόησε τους υπό διαμόρφωση κανόνες του παιχνιδιού. Από τα μέσα δεκαετίας του ‘60, οπότε και υπήρξε αντιπρόσωπος των N.S.U. αποφάσισε να αξιοποιήσει τους αγώνες κατά το δοκούν.

Ψυχρόαιμος, ευφυής, υπολογιστής, ικανός παίκτης στα επιχειρηματικά δεν έκανε αίσθηση ως οδηγός, αν εξαιρεθούν, ίσως, λίγα αποτελέσματα του με τα καλά ΤΤ. Έφερε μια σειρά από εξωτικά αυτοκίνητα και αγωνιστικά φάνηκε, χωρίς ποτέ να συναρπάσει.

Παρά την αβυσσαλέα διαφορά που χώριζε τους δύο οδηγούς, η τύχη, τους έφερε αντιμέτωπους σε εκείνο το πρωτάθλημα. Ο μεν Μοσχούς οδηγούσε για την Ν.Ι. Θεοχαράκης Α.Ε. και ο «Λεωνίδας» για την «Μava». Έτσι στην εξίσωση προστίθεται και το συμφέρον των αντιπροσωπειών που εκπροσωπούσαν. Ένας θεσμός με ελλείψεις, ένας κανονισμός με κενά ήταν η τρίτη αιτία της έντασης και η αφορμή δόθηκε από ένα αλλόκοτο σερί αποτελεσμάτων.

Νιώθοντας αδικημένος από ένα γαϊτανάκι, ενστάσεων, εφέσεων και αποφάσεων ο «Λεωνίδας» περνά τη γραμμή και αναζητά το δίκαιό του στα πολιτικά δικαστήρια. Έτσι η υπόθεση του Πρωταθλητή Ράλι, απασχολεί την ελληνική δικαιοσύνη, ανάμεσα σε ακάλυπτες επιταγές, διαζύγια, διαταράξεις κοινής ησυχίας και άλλα παρεμφερή. Το καταστατικό της Λέσχης, όριζε ρητά (άρθρο 58) ότι σε περίπτωση που συμβεί αυτό, αφαιρείται δια βίου η αγωνιστική άδεια του προσφεύγοντος. Η δια βίου τιμωρία, μεταφράστηκε σε 18μηνη στέρηση, αλλά στους 9 μήνες ο «Λεωνίδας» επανήλθε παρά το γεγονός ότι είχε δηλώσει σε περιοδικό  (Autosport 1η Φεβρουαρίου 1984) πως:

«Δεν σκοπεύω να κάνω αγώνες στο μέλλον».
Έτρεχε για τα επόμενα 20 έτη.

Από την μεριά του ο Μοσχούς έκανε μια πρόταση αντίστοιχη με το χαρακτήρα του:
«Προκαλώ τον "Λεωνίδα" να πάμε σε όποια ειδική ή ειδικές θέλει, με ότι αυτοκίνητο θέλει, με κριτές με χρονομέτρες και εάν με περάσει είμαι διατεθειμένος να παραιτηθώ του τίτλου του πρωταθλητή και να σκίσω την αγωνιστική μου άδεια.»
Γιωργάρα 100% που περιμένει ακόμα απάντηση.

Εκείνα τα γεγονότα έφτασαν το ελληνικό motorsport σε ένα τέλος. Η ακριβής παράθεση τους, καθώς και ο ρόλος του κάθε εμπλεκόμενου είναι πλέον καταγεγραμμένο στη σχετική, ανεξάρτητη, ανιδιοτελή βιβλιογραφία. Σε κάθε περίπτωση όμως, η εποχή του σπορ για το σπορ είχε κλείσει. Ο προσωπικός εγωισμός για διάκριση παραχωρούσε τη θέση του σε ένα εταιρικό ανταγωνισμό. Η αρχή του σπορ ανέτοιμη να αντιμετωπίσει κάτι παρόμοιο, παλινδρομούσε ανάμεσα σε ότι θεωρούσε σωστό και στις ισορροπίες που έπρεπε να διατηρηθούν.

Η δε δεξαμενή, απ’ όπου αντλούσε ο χώρος τα φυσικά του πρόσωπα ήταν τόσο ρηχή, όσο και μικρής έκτασης. Αυτό σήμαινε ότι άνθρωποι κλειδιά είχαν περισσότερους από έναν ρόλους. Οι ρόλοι του οδηγού, του οργανωτή, του χορηγού, του δημοσιογράφου, του αντιπρόσωπου, του παρατρεχάμενου, εναλλάσσονταν με σχετική άνεση σε συγκεκριμένα πρόσωπα, πράγμα που δεν θα ήταν απαραίτητα αρνητικό, αν τους ρόλους, δεν τους έδεναν αντίστοιχα συμφέροντα. Όταν σε αυτό το κράμα προστεθεί η παραδοσιακή έλλειψη παιδείας, το αποτέλεσμα είναι λίγο πολύ αναμενόμενο.

Μετά την κρίση του θέρους του ’79, οι αγώνες, στις αρχές του ’84 έψαχναν για έναν επαναπροσδιορισμό, μια πιο επαγγελματική προσέγγιση που οι πρωταγωνιστές του επιζητούσαν, αλλά δεν ήταν έτοιμοι να ακολουθήσουν. Όπως έδειξαν οι εξελίξεις, άλλη μια ευκαιρία είχε χαθεί. Ακολούθησαν και άλλες. Αναφορικά με αυτή την ιδιότυπη ισορροπία, ανάμεσα στην εξουσία και τη δικαιοσύνη καλύτερα από όλους το είχε εκφράσει ο Blaise Pascal, πριν από τέσσερις αιώνες. «Η δικαιοσύνη χωρίς εξουσία είναι ανήμπορη και η εξουσία χωρίς δικαιοσύνη είναι τυραννία.»

Στο σήμερα πια, με τον 21ο αιώνα να διανύει το πρώτο δέκατό του, οι νομικές αιτήσεις αυτών των δύο οδηγών από το χώρο των ιστορικών αγώνων, ενισχύει τις ιδεολογικές τοποθετήσεις αυτού του σημειώματος. Μια νέα γενιά, πρόθυμη να διεκδικήσει αυτό που θεωρεί ως δίκαιο στο χόμπι της (;) καταφεύγει στα πολιτικά δικαστήρια, έχοντας ευθυγραμμιστεί με το πνεύμα της εποχής, έχοντας αφομοιώσει τα διδάγματα του cattivo maestro.

Τα αντανακλαστικά αυτής της κοινωνίας δικαιώνουν απόλυτα τον Blaise Pascal, αποδεικνύοντας μέσα από τις παρυφές της ζωής, την ίδια την ποιότητά της.

Στο παιχνίδι είναι που καταλαβαίνουμε τους χαρακτήρες των ανθρώπων. Το αν είναι παιχνίδι με χαρτιά, με μπάλα, ή με ρόδες, μικρή σημασία έχει. Όλα τα παιχνίδια τέμνονται στους χαρακτήρες των ανθρώπων και τελικά τους αναδεικνύουν.

φωτό: Ν.Σ.Ζ. & αρχείο Φ.Φ./Γ.Κ.