Και λοιπόν; (Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017) |
Στη γειτονιά που μεγάλωσα, η προσφώνηση για μια γειτόνισσα που δεν φημιζόταν για τη φιλικότητα της, ήταν: «Βουλγάρα». Μερικοί μάλιστα το πρόφεραν και ως «Βουργάρα». Κάτι αυτό, κάτι το πόνημα της Πηνελόπης Δ.: «Στα μυστικά του Βάλτου», κάτι οι αφηγήσεις από την Κατοχή, κάτι ο ο εκ βορά κίνδυνος, η Βουλγαρία είχε πάρει διαστάσεις άσχημες στη συνείδησή μου.
Σόφια, Ιούνιος 1965, τμήμα της Ελληνικής Εθνικής ομάδας λίγες ώρες πριν την εκκίνηση του Α' Βαλκανικού ράλυ Μέχρι που ανέβηκε ο πατέρας μου, Ιούνιο του '65, στη Σόφια, όπου αγωνίστηκε ως μέλος της Ελληνικής εθνικής ομάδας στο πρώτο Βαλκανικό ράλυ. Με τον Σαράντη Αποστολίδη δεξί κάθισμα, κέρδισαν τον αγώνα, ήταν η πρώτη νίκη Ελληνικού πληρώματος σε ράλυ στο εξωτερικό, και επέστρεψε με καλές εντυπώσεις. Για την φιλοξενία των γειτόνων, την φιλικότητα και την εγκαρδιότητα που τους αντιμετώπισαν. Κι' όλα αυτά, στη δύνη του ψυχρού πολέμου. Κουβάλησε, και ως έπαθλο, μια τηλεόραση που δεν ξέραμε τι να την κάνουμε αφού ακόμα δεν υπήρχε ελληνική εκπομπή προγραμμάτων. Θα ξεκινούσε τον επόμενο χρόνο. Έτσι οι άσχημες διαστάσεις, άρχισαν να αμβλύνονται. Αργότερα, τον Απρίλιο του '79, κατέβηκε ο Γ.Γ. τους, ο Τεοντόρ Ζίβκωφ τον υποδέχτηκε εγκάρδια στην Κέρκυρα ο δικός μας πρωθυπουργός, ο φερόμενος και ως Εθνάρχης μας, και το πράγμα ολοένα και μαλάκωνε. Τα επόμενα χρόνια όλο και περισσότεροι Έλληνες ανέβαιναν στα βουλγαρικά βουνά για χειμερινό τουρισμό. Την ίδια εποχή ένα επικίνδυνα ηλίθιο εμφυλιακό πρόσημο ακουγόταν στα γήπεδα των νοτίων με το σύνθημα «Βούλγαροι» για τους οπαδούς των Σαλονικιώτικων ομάδων και δη για τον μαυρόασπρο δικέφαλο. Αργότερα ο υπαρκτός κατέρρευσε, και η γείτων χώρα βούτηξε με ζέση, στα θολά, άγνωστα για αυτήν, νερά του καπιταλισμού. Τα θυμήθηκα όλα τούτα προχτές, σαν μου 'στειλε ο Τh. Κey, ο οποίος ερευνά ποικιλοτρόπως το θέμα που ακολουθεί, ένα λινκάκι για το επικείμενο, μέσα Μαΐου του '17, Βαλκανικό ράλυ. Μαζί με το λινκ εξέφρασε και ένα είδος λύπης για το γεγονός ότι οι Βούλγαροι πέτυχαν κάτι που εμείς το είχαμε ως προίκα και το χάσαμε, στα απόνερα της ύφεσης και όχι μόνον ένεκα αυτής. Φλερτάροντας με το κιτς δεν παύουν να είναι τετράστερα και να φιλοξενήσουν τα πληρώματα στη γείτονα χώρα.
Ακρόπολις '68. Ο Roger Clark κατεβαίνει την Τσούκα προσπαθώντας να βγάλει, μέσα στη λάσπη, ακαπέλωτο το κομμάτι μέχρι την Μακρακώμη. Είναι κουτό να συγκρίνονται ανόμοια πράγματα. Και μπορεί το Ιστορικό Ακρόπολις να έχει πέσει θύμα της διαμάχης της εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσας και φυλορροούσας Λέσχης, της μαχητικης Ομοσπονδίας, και διάφορων εξωθεσμικών μπαλαντέρ που παίρνουν θέσεις ανάλογα με τη φορά του ανέμου (περισσότερα επ' αυτού εδώ) παρά να καταντήσει περισσότερο προϊόν (που θα συγκρίνεται με άλλα προϊόντα εκ Βουλγαρίας ή άλλων χωρών), και λιγότερο αγώνας. Χίλιες φορές. Συνεπώς, δεν αντιμετωπίζω το Βουλγάρικο ράλυ ως αντίπαλο δέος, του εύχομαι, μάλιστα, καλή επιτυχία και στους συμμετέχοντες καλή διασκέδαση. Ούτε θα διατυπώσω κρίση ή ένσταση για τους Έλληνες που θα σκεφτούν να συμμετάσχουν. Δικαίωμά τους. Αν τους περισσεύει το δεκαρικάκι καλώς να ανηφορίσουν. Αν πάλι σκεφτούμε λίγο ανάποδα, και υπολογίσουμε τι μπορούσε να συμβεί με 3 - 4ερις τέτοιου ύψους συμμετοχές που ενδεχομένως τα ίδια πληρώματα τα έδιναν εδώ με αποκλειστικό σκοπό να τους στήσουν ένα πενθήμερο παιχνίδι, μαζί με αυτό θα τους έστηναν και αδριάντα. Θα τσοντάριζε και κάτι η περιφέρεια και Θα τους σενιάριζε έναν μαγικό αγώνα ο όποιος Πασαλής ή ο όποιος Καραντάνας, στην κεντρική Ελλάδα, που θα τον θυμόντουσαν μέχρι να σχωρεθούν τα πεθαμένα τους. Με μια νυκτερινή Μοσχοκαρυά δίπλα στην λίμνη του Σμοκόβου, με έναν Φουρνά να ξυπνήσει το πνεύμα του μπάρμπα Γιώργη του Ταρζάν, και ότι χωμάτινο έχει μείνει όρθιο από το απόμακρο σκονισμένο παρελθόν. ...δίπλα στην τεχνητή λίμνη του Σμοκόβου Τέλος, ερευνώντας το Ελληνικό πλαίσιο, η βαριά ιστορικότητα τόσο του «κανονικού», όσο και του «ιστορικού», Ακρόπολις είναι δεδομένη. Αυτό είναι ευχή για τον τόπο και το άθλημα, ταυτόχρονα είναι και κατάρα. Αντιλαμβάνομαι, έτσι, την αγωνία των μαγαζιών που παράγουν αγώνες, εννοώ την όψιμη αγάπη τους για τα ιστορικά, καταλαβαίνω τις χθεσινές εχθρότητες που μεταλλάχτηκαν σε σημερινές συμμαχίες και είναι θέμα χρόνου πότε θα ξαναγίνουν εχθρότητες. Μαγαζιά είναι, πρέπει να ζήσουν, πρέπει να συγκροτήσουν τις, ενίοτε, ανίερες συμμαχίες τους, να καταβάλουν το τίμημα της δημοσιότητας, να τα πάνε καλά με την πελατεία τους, να αντιλαμβανονται τις τάσεις της αγοράς και να προσαρμόζονται. Δεν περίμενα όμως ποτέ, ότι θα έφτανε κάποια στιγμή που θα μου περνούσε η υποψία νοσταλγίας της εποχής Δαρδούφα. Ζούμε την εποχή που πεθαίνουμε για το περιτύλιγμα και αγνοούμε το περιεχόμενο. Ζούμε μια εποχή τεράτων, όπως εύστοχα θα παρατηρούσε και ο εκ της δυτικής γείτονος, σύντροφος Γκράμσι. |