...τις μέρες της μεγάλης ζέστης - (Τρίτη 30 Αυγούστου 2016) |
Καθώς τελειώνει ο Αύγουστος και τυπικά το καλοκαίρι, άλλο θέμα αν κάποιοι θα το τραβήξουμε έως εκεί που δεν πάει, ήρθε στην μνήμη μου ένα σχετικά μακρινό καλοκαίρι. Όχι τόσο χρονικά μακρινό, διότι το σκαλοπάτι των 21 χρόνων δεν είνα δα και σπουδαίο, αλλά για ότι μεσολάβησε στο συγκεκριμένο μεσοδιάστημα, που μοιραία κάμει το θέρος του '95 απόμακρο. Απόμακρο και νοσταλγικό. Kάποια 21 καλοκαίρια νωρίτερα, τότε που σε αυτόν τόπο, δεν είχαν προκύψει ούτε οι Ολυμπιακοί αγώνες του '04, ούτε φυσικά η ανάθεσή τους τον Σεπτέμβρη του '97 με τα θλιβερά πανηγύρια , ούτε οι ακροβασίες στο Χ.Α.Α. σε εκείνο το τρομακτικό θέρος του '99, μήτε το αχαλίνωτο της καταναλωτικής πίστης, μα ούτε ο οδοστρωτήρας της Ευρωζώνης κι΄ο τόπος ήταν πιο ελληνικός, με ότι καλό ή στραβό σημαίνει αυτό. Ήταν όμως ακόμα δικός μας, ή έστω, περισσότερο δικός μας.
Λίγες ώρες νωρίτερα, η πρωτεύουσα πνιγόταν από εκείνο το γνώριμο συνδυασμό νέφους, υψηλής θερμοκρασίας και άπνοιας. Ήταν, οι μέρες της μεγάλης ζέστης... Τεχνητή λίμνη του Μόρνου. Θα έπρεπε να περάσουν 30τόσες ώρες, για να ξαναδούμε ήλιο. Επτάμιση το πρωί, ακόμα κι αν δεν έχει σύννεφα, είναι πολύ νωρίς για να δεις τη σκιά σου σε αυτά τα μέρη. O δρόμος ξετυλίγεται χωρίς ευθείες, λίγο πάνω από την κοίτη του Μόρνου, στους πρόποδες της Γκιώνας που δεσπόζει επιβλητική. H άσφαλτος καινούρια, άλλο ένα μικρό τραύμα στο ατελείωτο κορμί της ορεινής πατρίδας. Καθώς η μοτοσικλέτα ανεβαίνει στο υψόμετρο, το τζάκετ παρουσιάζει ίχνη ανεπάρκειας - πολύ υγρασία και ψύχρα. Πριν τις οκτώ με παραλαμβάνει το ψιλόβροχο. Στο γείσο οι σταγόνες μαζεύονται στα τελειώματα του, ζωντανά μαργαριτάρια που όταν μεγαλώσουν φεύγουν με μια χορευτική κίνηση. Ώρα για αδιάβροχα. Στα 1.190 μέτρα υψόμετρο στο Μαυρολιθάρι, τίποτα δεν θυμίζει πια καλοκαίρι. H άσφαλτος δίνει τη θέση της στο χώμα. Νοτισμένο, χωρίς σκόνη και όχι λασπωμένο, στην ιδανική μορφή για να διασχίσεις δασικούς δρόμους. Τα κωνοφόρα μοσχοβολάνε δημιουργώντας ευδιαθεσία. Από τη Φωκίδα στη Φθιώτιδα. Από τα ορεινά στον κάμπο της Σπερχειάδας, νεφοσκεπής και αυτός. Καμιά γαλάζια τρύπα στον ουρανό, καμιά ένδειξη για καλυτέρευση. Αντίθετα μετά τον Αγιο Γεώργιο, το βρεγμένο οδόστρωμα, οι ισχυροί άνεμοι και οι χαμηλές θερμοκρασίες δίνουν μία καθαρά χειμωνιάτικη νότα. Ανεφοδιασμός στο Καρπενήσι και ένα κάνιστρο με τέσσερα έξτρα λίτρα που δίνουν μεγαλύτερη αυτονομία. Έως τη Βίνιανη στεγνός δρόμος. Αρχίζει η πορεία προς το βορρά και τα ορεινά παράλληλα με τον Ταυρωπό. O καιρός αγριεύει και η βροχή πυκνώνει. Τα αδιάβροχα, τόσο η φόρμα όσο και το σακίδιο ευτυχώς δουλεύουν, το μόνο κομμάτι που βρέχεται είναι οι καρποί μια και τα γάντια είναι απλά, υφασμάτινα. Ήμουν προετοιμασμένος για καλοκαιρινή μπόρα και όχι για ένα διαρκές υδάτινο καψόνι. H φωτογράφιση κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι ταλαιπωρία. Απασφάλισε, ξετύλιξε, μοντάρισε σώμα - φακούς, δούλεψε και τα ανάποδα, αφού σκουπιστούν όπως-όπως. Το φως λιγοστό, οριακά δουλεύουν ακόμα και οι σχετικά γρήγοροι φακοί. Τους ξεγελάς παίζοντας με το κάδρο, μαζεύοντας από τις γωνίες αυτό που σου λείπει: το φως, καταμεσήμερο, κατακαλόκαιρο στην κεντρική Ελλάδα. Μοιάζει με φάρσα! Μέχρι τη Μαυρομμάτα, ο δρόμος εναλλάσσεται. Πότε καινούρια άσφαλτος, πότε 3A έτοιμο να δεχτεί το οδόστρωμα. Οι αποστάσεις δεν προβληματίζουν, ακόμα και με αυτές τις συνθήκες. Από κει το σκηνικό αλλάζει δραματικά. O άνεμος δυναμώνει, η θερμοκρασία πέφτει, η βροχή πυκνώνει και μια ομίχλη άλλοτε αραιή άλλοτε σαν γιαούρτι, κάνει την εμφάνισή της. H διαδρομή για τα Καμάρια είναι στην αρχή πολύ ανηφορική, σχεδόν από φουρκέτα σε φουρκέτα. Όσο ο δρόμος είναι βατός, λυπάσαι που έχεις μόνο από ένα ζευγάρι μάτια και ρουθούνια. Το Ελατόδασος έχει γιορτή, είσαι καλεσμένος και αγγίζεις την ευτυχία. Ξεχνάς τις δυσκολίες και καταγράφεις το βαθύ πράσινο, τα περήφανα κωνοφόρα, αντλείς τις μυρουδιές από ένα χώρο τόσο μακρινό από την αστική πραγματικότητα. Διασταύρωση. Απεδώ; Ή μήπως απεκεί; Πάω καλά; Δεν πάω; Κάποιον να ρωτήσω! Στα 1.500 μέτρα υψόμετρο, μια στάνη και ένας πρόχειρος καλοκαιρινός καταυλισμός για τους τσοπάνους που φέρνουν τα κοπάδια στα ψηλά. H φωτιά αναμμένη. Ωραίοι και εξυπηρετικοί, οι κυρίαρχοι των ελληνικών βουνών, δυσκολεύεσαι εσύ το παιδί της πόλης να επικοινωνήσεις μαζί τους. Θέλεις απόσταση, όχι χρόνο. Θέλεις πολλά. Πατέρας και τα δύο παιδιά. Ένα μήνα εκεί πάνω. Εμείς θα είχαμε βαρέσει διάλυση τη δεύτερη μέρα. Από το σημείο εκείνο αρχίζει η μεγάλη ταλαιπωρία. Ομίχλη πυκνή. O δρόμος έχει κρατήσει ένα στρώμα 5 - 10 πόντων μαλακής λάσπης. Σε 500 μέτρα οι τροχοί έχουν γίνει λάσπινες μπάλες. Κατευθυντικότητα, επιτάχυνση, επιβράδυνση είναι ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Στο κιβώτιο πρώτη, 10-15 χ.α.ώ., ένα αδιάκοπο ντριφτ με καρπούς να πονάνε, με πήχεις να πρήζονται. Κάνεις 40-50 μέτρα, το χάνεις, ίσα που προλαβαίνεις να κατεβάσεις πόδια για να έρθει κάθετα πάνω στο δρόμο. Ξαναξεκινάς και πάλι τα ίδια. Έπειτα από 2 χιλιόμετρα έχω μουσκέψει από τον ιδρώτα, τα γυαλιά έχουν θολώσει, είναι άχρηστα, τα βγάζω. H λάσπη έχει εισχωρήσει παντού. Έχει μπει ανάμεσα στην αλυσίδα και τα γρανάζια, τεντώνοντας την επικίνδυνα. Κάθε τόσο μασάει και κανένα χαλίκι, κάνοντας ανατριχιαστικό θόρυβο. Αυτό λείπει! Να κάνει «κράου» κάποιος πίρος και να μείνουμε εδώ! Κατηφορίζει ελαφρά και δεν προχωρώ. H λάσπη τα έχει φρακάρει όλα. Βρέχει ακατάπαυστα. Σταματώ και μ' ένα κλαρί ελευθερώνω ό,τι μπορώ. Με αναπνοές τρελού, αφαιρώ δεκάδες κιλά λάσπης στα πρόθυρα του πανικού. Ήρεμα! Ενδείξεις: βροχή, ομίχλη, 1.620 μέτρα ύψος, 834 μιλιμπάρς, χρειάστηκα 80 λεπτά για 12 χιλιόμετρα, με σπουδαιότερο αντίπαλο τη λάσπη, μούσκεμα μέσα κι έξω. Καθαρίζω όσο καλά μπορώ το DR και το καλοπιάνω. Έλα τώρα, μη μ' αφήσεις, εγώ που σ' αγαπώ, έλα μανάρι μου και όλο το ρεπερτόριο. Πέτρες εμφανίζονται και είναι ευτυχία! Αφενός δεν προστίθεται και άλλη λάσπη, αφετέρου αποβάλλεται λίγη. Όπου όμως έχουν πατήσει τα κοπάδια είναι κόλαση. Το χαμόγελο και η καλοσύνη του βοσκού, λίγο πριν τη διασταύρωση για τα Καμάρια θησαυρός, ένεση δύναμης. Λίγο πιο κάτω η γυναίκα του και τα δύο ανήλικα παιδιά τους τον περίμεναν στη στάνη. Αθάνατη Ελληνική Φιλοξενία, εκφράζεται εκεί, στα 1.650 μέτρα υπό συνεχή βροχή, με μια πρόσκληση στον άγνωστο για ένα ζεστό. Τι να το κάνω; Τα λόγια τους με ζέσταναν καλύτερα από το όποιο ρόφημα. Λίγο πιο κάτω διασταύρωση με πινακίδα. Στα ίσια για Νιάλα και Βραγιανά, αριστερά για Αγραφα, δεξιά για Καμάρια και Σάικα. Φυσάει δαιμονισμένα ένα παγωμένο βοριά, που φέρνει κατά ριπές τις στάλες της βροχής. Είναι ο αυχένας της Νότιας Πίνδου. Αν δεν είχε αυτήν την πυκνή ομίχλη, θα μπορούσα να χαρώ μια θέα μοναδική. Κάθε σκέψη για ψηλότερα και μακρύτερα εγκαταλείπεται αυτοστιγμεί. Οποιοδήποτε κομμάτι παρόμοιας λάσπης θα είναι ολέθριο, ειδικά αν είναι ελάχιστα ανηφορικό. Το σύνολο δεν θ' αντέξει νέα δοκιμασία. Προτιμώ τη λύση της επιστροφής μέσω νομού Καρδίτσας. O δρόμος αρχίζει σιγά σιγά να κατηφορίζει, η λάσπη είναι αντιμετωπίσιμη, η μουαγιέν ανεβαίνει ελαφρά, ο αναβάτης καλμάρει. Χρειάζονται άλλα 54 χιλιόμετρα απαιτητικής, κουραστικής οδήγησης μέσα σε πυκνά δάση, κάτω από απρόσιτες κορυφές, δίπλα από βαθιά φαράγγια, μέσα από ομίχλη και υγρασία. H βροχή πέφτει ασταμάτητα, κάνοντας τους χειμάρρους να θυμώνουν... Χρειάζονται άλλα 54 χιλιόμετρα για να κυλήσουν οι τροχοί του DR σε άσφαλτο (βρεγμένη φυσικά), στην έξοδο της Ραχούλας. Είναι επτά το απόγευμα! Πεντέμιση ώρες για 104 χιλιόμετρα! Σχεδόν ευτυχής που η αντάρα είναι μακριά μου. Ένα συναίσθημα που θα κρατήσει για λίγο. Σε μια μέρα θα το ανατρέψει εύκολα η επιθυμία να ξαναβρεθείς εκεί πάνω, να χωθείς μέσα στο δάσος, να μιλήσεις τη γλώσσα του, να πάρεις το μάθημά σου! Οι ευθείες στον κάμπο προς Κέδρο δεν μου κάνουν τη χάρη να με καλμάρουν. H αραιή βροχή μαστιγώνει τα ελάχιστα εκατοστά του γυμνού προσώπου. Τουλάχιστον ξεπλένονται αδιάβροχα και μπότες. Λίγο πριν την Ανάβρα επιτέλους σταματά. O δρόμος είναι σχεδόν στεγνός. Ευκαιρία να στεγνώσω και εγώ. Ανεβαίνοντας τον Μπράλο από τον άδειο παλιό εθνικό δρόμο, πέφτει η νύχτα. Τα φώτα της Λαμίας λαμπυρίζουν. Στις 22.30 έχω φτάσει στη βάση μου. Ύστερα από 15 ώρες περιπλάνησης, 10 απ' αυτές υπό βροχή, 500 περίπου χιλιόμετρα και εικόνες που σφραγίζουν ψυχή και μυαλό, μπορώ να αφαιρέσω κράνος, μπότες, φόρμα και να ησυχάσω. Μου άρεσαν οι κουβέντες του, λιτό, σπαρτιάτικο, σβέλτο, όμορφο και πιστό. Θέλετε κι άλλα; Απ' όλα αυτά που μου 'πε, τα μόνα που δεν συμπάθησα ήταν η κάποια προθυμία του να διώχνει τον μπροστινό τροχό (τ' άκουσε μια δυο φορές χοντρά, με λαχτάρησε, ίσως όμως να 'φταιγα και εγώ), καθώς και τα φωτιστικά του στοιχεία, που μου φάνηκαν ανεπαρκή στις δύσκολες συνθήκες (ήταν και αρρύθμιστα!). |