Στο Αγιον Όρος - (Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016) PDF Print E-mail

Μια και μόνη φορά επισκέφτηκα το Άγιον Όρος. Πριν δεκαεννέα χρόνια ακριβώς. Τέτοιες μέρες του  Μάρτη  του '97. Σημείωσα, τότε, τις εντυπώσεις μου. Τις αναρτώ σήμερα, σχεδόν αναλλοίωτες. Σήμερα που ζούμε σε άλλο τόπο, με άλλο νόμισμα, με μια άλλη διάθεση. Δεν ξέρω γιατί το άφησα τόσο να παλιώσει, ούτε γιατί δεν περίμενα ακόμα περισσότερο. Καταλαβαίνω όμως, ότι καλό θα είναι να υπάρχει, έτσι, ελεύθερο στο διαδίκτυο. Να εκθέτει, ιδέες, συναισθήματα, εποχές και βέβαια τον δημιουργό του.

Είναι ένα ωρολόγιο καταγραφής, ολίγον άναρχο, μα, θέλω να πιστεύω, αρκούντως περιγραφικό καθώς και κατατοπιστικό.  Κάνει μια μικρά υπόκλιση στην αριθμολαγνεία, αλλά κυρίως ασχολείται με τους ανθρώπους. Προσπαθεί να αντιληφθεί την μοναστική ζωή και στην κατακλείδα να αφουγκραστεί αυτόν τον τόπο, είκοσι χρόνια νωρίτερα.


Τότε που πολλά πράγματα ήταν πιο ισόρροπα. Tότε που εκτιμούσαμε, ότι το σκάνδαλο της τράπεζας Κρήτης και οι περικοκλάδες του, ήταν το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί, στο Δημόσιο βίο. Τέτοια αφέλεια!



Επισκέφτηκα την Σιμωνόπετρα. Δεν θα πω πολλά για αυτήν καθ΄ αυτήν, την Μονή, αφού υπάρχουν τόσα  και τόσα διάχυτα στοιχεία. Βρίθουν οι πληροφορίες στο διαδίκτυο. Πολύ επιγραμματικά να αναφερθεί, ότι άρχισε να το κτίζεται το 1257 από τον Όσιο Σίμωνα που ασκήτευε εκεί, κατόπιν επιτακτικών εντολών της Θεοτόκου, όπως έχει καταγραφεί στην θρησκευτική κάλυψη της Ιστορίας. Κατασκευαστικά, θεωρείται από τα τολμηρότερα οικοδομήματα του μεσαίωνα.

Μπορούσα να υποθέσω γιατί ανεβαίνουν στο Α.Ο. οι πιστοί,  οι προσκυνητές και η αλήθεια είναι ότι είχα μια, πώς να τη χαρακτηρίσω;

Επιθυμία, ελπίδα, μπα όχι τιίποτα από τα δύο δεν ήταν. Μια προσμονή ήταν, ότι θα ένιωθα κάτι περισσότερο, κάτι βαθύτερο για αυτό το άπιαστο, τουλάχιστον για μένα, νεφέλωμα της Θρησκευτικότητας.  Ότι θα ερμήνευα, ή έστω θα ερχόμουν πιο κοντά σε θέματα που με απασχολούσαν.
Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Ίσως να μην ήμουν έτοιμος για κάτι τέτοιο. Πιθανόν να μην είμαι ποτέ. Αλλά και αυτό είναι ένα αποτέλεσμα. Κι' αυτό δείχνει κάτι.

Όπως και να έχει, το θέμα της επίσκεψης στο Α.Ο., με πρωταπασχόλησε το '86. Τότε είδαμε  μια σειρά σλάιντς στο σπίτι του εξάδελφου evan, από την δική του επίσκεψη, ένα χρόνο νωρίτερα. Ένιωσα την ιδέα ελκυστική. Πέρασαν χρόνια και ξανάρθε σαν στόχος, το καλοκαίρι του '96  μέσα από τις  συζητήσεις που είχαμε με τον Γού Ζού, ο οποίος επίσης είχε κάνει  το πέρασμά του από εκεί.

Έτσι όλως τυχαίως, τον Φλεβάρη του '97  επισκέφτηκα τον Ι. Μου δώρισε ένα λεύκωμα για το Α.Ο.  (το έχω ακόμα), λέγοντας μου ότι θα πάνε με τον Τ. Πιο ευνοϊκές συνθήκες δεν θα έβρισκα. 
- «Κι' εγώ» αναφώνησα .
Όλη τη  γραφειοκρατία, ανέλαβε ο Τ., άνθρωπος συνεπής, εμπιστευτικός και απτόητος με την γραφειοκρατία. Βρήκε μάλιστα επαφή, μέσω του καθηγητή του Κλ. από την αθωότερη εποχή του διαβόητου για τους επώνυμους απόφοιτούς του«Τσαπ Τσαπ Κόλετζ». Ταιριάξαμε τις ημερομηνίες προκειμένου να βολευτούμε όλοι και...

Φύγαμε την Τετάρτη 5  Μαρτίου του '97 με την  αμαξοστοιχία 54 Ιντερσίτυ, βαγόνι 242. Ώρα αναχώρησης 17.05, αξία εισιτηρίου πρώτης θέσης 9.560 δραχμές.
Βαγόνι άνετο, κόσμος λίγος  Καθίσαμε στο ένα από τα δύο τετραθέσια  τραπέζια που υπήρχαν και χάζευα έξω την πόλη που αραίωνε, μα και το απόγευμα που έφευγε σε ένα όμορφο φως. Το τρένο, είναι το  μέσον που σε  βγάζει  πιο σύντομα  από την Αθήνα. Χρειαστήκαμε μόλις 17 λεπτά από το κέντρο για την Δεκέλεια. Είχε ενδιαφέρον  να  βλέπεις το  συγκεκριμένο  ταξίδι  από  αυτές τις γωνιές, που για έναν εποχούμενο δεν ήταν ιδιαίτερα οικείες.

Περάσαμε  σχεδόν  όλο το  ταξίδι  συζητώντας,  χαζεύοντας, ψάχνοντας, βρίσκοντας φωτεινά σημεία αναφοράς στη σκοτεινή γη. Στις  18.09  Θήβα,  στις 19.32 Λιανοκλάδι. Σκοτάδι πιά. Στις 22.12 Κατερίνη και στις 23.17 φθάσαμε Θεσσαλονίκη. Σύνολο έξι ώρες 12 λεπτά.

Ουρανούπολη. Μάρτιος '97

Αφού πρώτα απορρίψαμε, για οικονομικούς λόγους, την ιδέα για κατευθείαν μετάβαση στην Ουρανούπολη καθότι ο ταξιτζής εζήτησε 20.000  δρx. καταπλεύσαμε στο κέντρο, σε μικρό, αδιάφορο χοτέλι. Ευκόλως αδιαφόρησα που την τουαλέτα του δωματίου μου διέσχισε ταχέως και άπαξ ένας, μεγάλου μεγέθους,  απτόητος εκπρόσωπος των βλαττοειδών.

Ακολούθως, ποδαράτο σε ουζάδικο στην πλατεία Αριστοτέλους. Δεν ήταν το είδος του δείπνου που προτιμώ, πάντως δεν είχε  κόσμο,  ήταν εξυπηρετικοί, ενώ όποιες σκέψεις  του Ι. για  νυκτερινή  ζωή απορρίφθηκαν άμεσα και λίγο μετά τις δύο κοιμόμουν.

Στις 5  παρά 5  την στιγμή που έβλεπα ευχάριστο όνειρο, μου χτύπησε την  πόρτα ο Τ. Λίγο αργότερα  μας παρέλαβε το ταξί, και στις έξι παρά τέταρτο μας άδειασε στο ΚΤΕΛ Χαλκιδικής. Εκεί, αρκετός  κόσμος, κρύο και υγρασία.

Από εδώ, το ταξίδι, αρχίζει  να  παίρνει το  κουλέρ λοκάλ του.

Παρατηρώ, διακριτικά, τα πρόσωπα, τις εκφράσεις, το στυλ όσων περιμένουν.  Οι  περισσότερες  είναι  οπαδοί του δικαιώματος της διαφοράς. Κάποιος αψύς θα τους αποκαλούσε, αδίκως ίσως, και  βαρεμένους.

Το χάραμα μας βρίσκει στην έξοδο της πόλης. Τα 130 περίπου χιλιόμετρα έως την Ορανούπολη δεν είναι ούτε  άνετα, ούτε  γρήγορα.  Το πούλμαν με δύο στάσεις θα  χρειαστεί 2 ώρες 14  λεπτά και  στις  08.34 μας αφήνει στην πλατειούλα της Ουρανούπολης.  Από εκεί, γραμμή για τα διαμονητήρια.

Οι πρώτες ουρές, τα πρώτα τρεξίματα, οι πρώτοι πανικοί. Καθαρίζουμε σχετικά σύντομα. Κάθομαι σε ένα παλιό κίοσκι λίγα μέτρα από την παραλία, τρώω ανόρεχτα μισή παγωμένη μπουγάτσα, και κοιτάζω μελαγχολικά δίπλα μου την ασχήμια ενός τόπου που πρέπει με τρεις μήνες δουλειάς να θρέψει  τους υπόλοιπους εννέα.

Κακοτεχνίες,  αρπακόλες,  καλώδια, επιγραφές,  ένας χώρος κακόγουστης αταξίας που θα  μπορούσε  με  λίγες κινήσεις  να είναι πολύ καλύτερος. Ο εκκλησιαστικός τουρισμός δεν ευνοεί τέτοιου είδους αντιμετώπιση. Όχι δηλαδή πως ο υπόλοιπος μαζικός τουρισμός είναι πολύ διαφορετικός ή πολύ εκλεκτότερος.

Φυσάει  αρκετά.  Γρέγος μάλλον.  Ο  ήλιος παίζει  κρυφτούλι με κάποια σύννεφα.  Κάνει κρύο.  Στις  09.30  μπαίνουμε  στο  φέρυ  με  το όνομα «Γοργοϋπήκοος». Στο  ανοιχτό  γκαράζ  του, είναι φορτωμένα, μόνο  αυτοκίνητα  με  την χαρακτηριστική  πινακίδα  Α.Ο. Συνοδευόμενη από ένα  διψήφιο  νούμερο και  φορτηγά τεχνιτών. Θα αναχωρήσει με 7 λεπτά καθυστέρηση στις 09.52. Το μοναδικό του σαλόνι σχεδόν γεμάτο, ίσα που βρίσκουμε θέση.

Πίσω μας  ακριβώς μια ομάδα από έξι μοναχούς. Ρώσους.  Συμπαθείς φιγούρες. Έχουν ωραία μάτια,  ωραία χρώματα,  μερικοί  δείχνουν  πολύ  δυνατοί,  άλλοι είναι σκηνώματα.  Συζητούν,  τρώνε τσίπς πάντα προσευχόμενοι πριν  και μετά, πίνουν αμίτες, και πλέκουν με ταχύτητα και τέχνη κομποσχοίνια. Φυσικά κατέβηκαν στον πανέμορφο Άγιο  Παντελεήμονα ή  Ρώσικο, με τους χαρακτηριστικούς του πράσινους τρούλους.



Το φέρυ έπιασε σε αρκετούς ταρσανάδες και μονές. Καταπληκτικά νερά και ξεχωριστές  παραλίες   αγωνίζομαι να αποφασίσω   αν καλώς  είναι ανεκμετάλλευτα.
Φυσάει αρκετά κάτι σαν  ανατολικός, πάμε κόντρα και κάνει κρύο. Θα φθάσουμε στη Δάφνη  στις 12.15. Μεγάλη κινητικότητα. Η πρώτη  εικόνα, δίνει  την εντύπωση σκηνικού ταινίας  εποχής. Αν έλειπαν τα σύγχρονα μέσα μεταφοράς, αν τα αφαιρούσες από το οπτικό σου πεδίο, βρισκόσουν στις αρχές του αιώνα.

Ρωτά ο Τ. για τον  πατέρα Α., συμμαθητή  του Κλ., καθηγητή του Τ., όπως προαναφέρθηκε, από την εποχή του «Τσαπ Τσαπ Κόλετζ».  Μας λένε που θα  τον συναντήσουμε, περνάμε την γέφυρα και περιμένουμε.  Οι πρώτες εικόνες μου δίνουν  την αίσθηση ότι το  Α. Όρος  είναι  ένα  μεγάλο  εργοτάξιο.  Οι  επόμενες  θα  μου το επιβεβαιώσουν.
Καταφθάνει  ο πατήρ Α, ουχί  επί  πόλου  όνου  καθήμενος, αλλά οδηγών  ένα καταπληκτικό  Land Rover πετρέλαιο με  καμπίνα για πέντε, πόρτες τέσσερις και καρότσα.  Ο  Τ. κάνει τις συνεννοήσεις.

Επιβιβαζόμαστε  το  σύνολο  12 άτομα, όπως όπως στην  καρότσα.  Κάτι  μας λένε  για 8 χιλιόμετρα δρόμο.  Πρέπει να 'ναι  περισσότερα.  Δρόμος στενός ανηφορικός, με γκρεμούς χαίνοντες.  Σύντομα βλέπουμε τα πρώτα χιόνια που λιώνουν κάτω από ένα λαμπρό πια, μα  όχι ζεστό ήλιο.  Πολλά  νερά. Χείμαρροι τέμνουν κάθετα το χωματόδρομο κατεβάζοντας πολύ νερό.  Δεν αισθάνομαι άνετα με ένα τόσο φορτωμένο, τόσο βαρύ όχημα, σε τόσο στενό και απόκρημνο δρόμο, με χειριστή που δεν ξέρω. Σε 30  περίπου λεπτά φτάνουμε  πάνω.  Κι  δω  έντονη  η  παρουσία  των συνεργείων, των επισκευών, των υλικών.

Δεν γνωρίζω το εθιμοτυπικό αλλά δεν δυσκολεύομαι να το παρακολουθήσω. Τελικά ο πάτερ  Α. μας βρίσκει  κελιά,  τι κελιά δηλαδή μια χαρά δωμάτια είναι. Γράφουμε  τα  στοιχεία  μας  σε  ένα  βιβλίο.  Μαζί  μας  είναι τρεις μεσήλικες από τα  Γρεβενά και  ένας  συνταξιούχος  από  την Αυστραλία. Κανείς  τους  δεν  είναι  απολύτως  καλά.  Αγέλαστοι,  σαν φοβισμένοι, απόμακροι και το σπουδαιότερο όχι ήρεμοι.

Χειρότερος όλων  ο  συνταξιούχος  που  μας  τον  έστειλαν στο κελί μας, ώστε να κλείσει η τετράδα των κρεβατιών. Μετά την υπογραφή των στοιχείων  το κέρασμα.  Λουκούμι, δροσερό νερό και ρακί.

Έχει πάει σχεδόν 2 το μεσημέρι.  Πίνω τρεις ρακές καταβροχθίζω και δύο λουκούμια, βγαίνω έξω στο μπαλκονάκι και αφήνομαι στον παράδεισο. Η πολυώροφη μονή είναι κτισμένη πάνω σε απότομο βραχώδες πρανές.

Από την πλευρά της θάλασσας, υπάρχει μεγάλη υψομετρική διαφορά και η θέα είναι ανεπανάληπτη.

 

 

 

 

 

Ο κόντρα ήλιος, καθρεφτίζεται σε  μια θάλασσα που  κυματίζει  από ένα μέτριο σχεδόν στεριανό άνεμο.  Σε 300  μέτρα υψόμετρο έχοντας το χάος κάτω από τα  πόδια μου,  στα αριστερά μου τις  χιονισμένες κορυφές του Άθω στα 2.200  μέτρα, με  μια ησυχία  που σε οδηγεί στην  ηρεμία, στην γαλήνη και από εκεί  στο κλείσιμο  των βλεφάρων.

Κοιμάμαι,  ή όχι δεν ξέρω,  αλλά  σαν  να με νοιώθω  μακριά  από  το  κορμί  μου. Δεν σου συμβαίνει συχνά στη ζωή σου αυτό. Μετά από, πόσο λίγο, δεν ξέρω, με επαναφέρει από την Νιρβάνα ο φωνάζων και καταστρέφων το τόσο σπάνιο σκηνικό Ησυχίας, ο Ι. λέγοντάς κάτι αδιάφορο.

Αργότερα, μας παραλαμβάνει ο πάτερ Α., μας ξεναγεί στις  κρυφές γωνιές του μοναστηριού. Την καταπληκτική βιβλιοθήκη με την κλασσική εμφάνιση πάνω, και την χάι τέκ κάτω με το σύστημα εξοικονόμησης χώρου  που μόνο το Μέγαρο Μουσικής έχει σ'  όλη την Ελλάδα, καθώς μας λένε.

Αφυγραντήρας ατμόσφαιρας να  ελέγχεται η σχετική υγρασία ώστε να  διατηρούνται τα παλιά βιβλία.

Μιλώντας  για παλιά, αναφέρομαι σε εκδόσεις 300  χρόνων και για μερικά δερματόδετα κομμάτια από  το 1495. Επιστάτης,  βιβλιοθηκάριος, υπεύθυνος,  πίσω  από την οθόνη του σούπερ  Μάκ του, ο πατήρ Β.  με  την έντονη  Γαλλική  προφορά του αποτέλεσμα της καταγωγής του.

- "Μαθητής και εκ των εμπίστων του Σάρτρ. Και από  άθεος   εξαίρετος μοναχός" μας  εκμυστηρεύτηκε  για  αυτόν, με καμάρι, ο π. Α.

Επιμελημένη εργασία στα ξύλινα, παράθυρα, πόρτες, ράφια, και στην προέκταση της βιβλιοθήκης της οποίας οι εργασίες προχωρούν. Συνεχίζουμε  την  περιήγηση  που  γίνεται  ειδικά  για  μας  και προφανώς είναι τιμή μας.

Ο π. Α. μας μιλά για τα τεχνικά θέματα, για το  πώς κτίστηκε  η νέα πτέρυγα,  για τα φωτοβολταϊκά  τόξα, για τις τριανταπέντε ατμόσφαιρες του νερού που γεννά  ηλεκτρικό  για  ένα σωρό θέματα. Έχει μια άνεση αφήγησης ξεναγού. Επιστρέφουμε πίσω αφήνουμε τα  πράγματα  μας και κατεβαίνουνε  στην  εκκλησιά.

Κάθομαι όρθιος στο στασίδι.  Μοναχοί μπαίνουν και βγαίνουν. Η ώρα είναι 4 το απόγευμα. Έχω ξυπνήσει από έναν ύπνο 3 ωρών πριν 11 ώρες και είμαι σχεδόν νηστικός. Νοιώθω μόνο νυσταγμένος.  Με  παίρνει  ο  ύπνος  δύο  τρεις  φορές  για ελάχιστα δευτερόλεπτα.  Όρθιος εννοείται.

Δεν με συγκινεί ο ασπασμός των εικόνων που απαραίτητα γίνεται από τους  εισερχόμενους μοναχούς. Τους παρατηρώ από πίσω, καθώς προχωρούν με  τα  ράσα να  κυματίζουν από το βηματισμό.

Απαισιόδοξη θωριά, και από χρώμα και από ύφος αγωνίζομαι να βρω τις ταυτότητες αυτού που βλέπω με τη γλύκα του λόγου του «Κυρίου», όπως τον θυμάμαι από τις διδαχές των Θρησκευτικών.

Τέλος  πάντων.  Τελειώνει  η  λειτουργία,  περνάμε  όλοι  μαζί  στην τράπεζα. Καθόμαστε με τάξη πρώτα οι μοναχοί μετά οι προσκυνητές.

Όσην ώρα τρώω με μεγάλη ηρεμία, ένας καλόγερος διαβάζει κάτι  που έχει να κάνει με τη σχέση, με την ανάγκη του ανθρώπου για την τροφή. Είναι από τις σπάνιες φορές που τρώω  με  τόση ηρεμία μα  είναι και, ίσως, η πρώτη  που δεν προφταίνω να τελειώσω.

Έχω  φάει  το  λίγο  νόστιμο κόκκινο ρύζι  από το μεταλλικό πιατάκι,  ενάμισι κομμάτι φέτα,  δύο γωνιές καταπληκτικό ψωμί και εκεί που πάω να επιτεθώ στο αυγό χτυπάνε τα  καμπανάκια,  σηκώνονται όλοι  αποχωρούν με  τάξη και ξαναμπαίνουμε στην εκκλησία. Γλύτωσε τ' αυγό, γλύτωσε και το μήλο.

Προσπαθώ να βολευτώ κάπου που δεν με  βλέπουν.  Η τροφοληψία σε αυτές τις μικρές  ποσότητες μου έδωσε κάποια  δύναμη  χωρίς  να  με βαρύνει. Προσπαθώ να  παρακολουθήσω τι  λέγεται δεν τα  καταφέρνω.  Αρχίζει να με ενοχλεί,  το προσκυνητό,  το κυρελέησο,  το σταυροκόπημα, σε αυτές τις τόσο συχνές επαναλήψεις.  Παραμένω αμέτοχος  σε  αυτή  την   θρησκευτική   κατάνυξη.

Νομίζω   ότι   διακρίνω   κάποιο   ίχνος   φόβου   στα   πρόσωπα  των εκκλησιαζόμενων.  Σίγουρα πάντως διακρίνω ενδείξεις υποταγής. Θαρρώ, πως αρχίζω να καταλαβαίνω  πώς γεννιέται ο  φανατισμός.  Ερμηνεύω, έτσι απλοϊκά, το  φαινόμενο μα και τα αποτελέσματα των θρησκευτικών παρωπίδων.  Μεγαλύτερη εντύπωση μου γεννά αυτή η συμπεριφορά σε νεαρά, πολύ νερά άτομα.

Κάποιος καλόγερος,  ο μόνος με ελάχιστο  αραιό κοντό λευκό  μούσι, νομίζω ότι με αγριοκοιτάζει.  Πλέκω καφκικά σενάρια με φόντο το  μοναστήρι και εμένα μάρτυρα.  Επανέρχομαι στην  πραγματικότητα,  προσπαθώ να κρυφτώ από τα βλέμματα ώστε να  μην προκαλώ που δεν κάνω  το  σταυρό μου, που δεν προσκυνώ.

Κάποια στιγμή τελειώνει η λειτουργία.  Μετακινούμεθα πρός τα έξω. Μας τσακώνει ο πάτερ Α. και με ένα λόγο που ακούστηκε ως εντολή μας λέει:
"Ελάτε να προσκυνήσετε τα ιερά κειμήλια."
Μεταβολή. Ενοχλήθηκα, είναι η αλήθεια, από αυτό που είδα, χωρίς πάντως να το δείξω. Το ποδαράκι της Αγίας Βαρβάρας, το κρανίο του Αγίου Σέργιου, το χεράκι της τρίχρονης. Ανθρώπινα μέλη, τυλιγμένα με  πολύτιμο  μέταλλο  με  υφάσματα  και πετράδια.  Σαν να  ξεπερνούμε τα  όρια  της ειδωλολατρίας.  Σαν να χτυπάμε ήδη  την  πόρτα της μακαβριότητας. Κρατώ τούτες τις σκέψεις μέσα μου.
Αποχωρώ όσο πιο διακριτικά γίνεται.

Ανεβαίνω  στο   Αρχονταρίκι.   Ο  συνταξιούχος  διαβάζει   ένα βιβλιαράκι. Δείχνει χαμένος ήδη από  την  εκκλησιά  και  την τράπεζα. Κάνει με  ένα πολύ  περίεργο  τρόπο το  σταυρό του,  με μεγάλη κυκλική κίνηση του αγκώνα  και σχεδόν  ανοικτή παλάμη.  Συχνά κάνει μπρος - πίσω τον κορμό του με μια επαναλαμβανόμενη ταλάντωση.

Βγαίνουμε έξω, με τον Τ., για φωτογράφηση.  Ανηφορίζουμε το δρόμο  με τα λασπόνερα.  Έχει μαλακώσει το  φως.  Τραβάμε το εντυπωσιακά,  πάνω στο βράχο, κτισμένο  μοναστήρι.  Μένω από μπαταρίες.  Φταίει το κρύο. Κλείνω και ανοίγω μετά από κάθε καρέ και  κάπως βολεύομαι. Μας παίρνει ο πάτερ Α. μας ανεβάζει στην οροφή.

Μας δείχνει το καμπαναριό, τις 9 διαφορετικές καμπάνες,  συνδεδεμένες μεταξύ τους με το ελαφρώς πολύπλοκο σύστημα με τα κορδονάκια.  Αλλά και τις μολυβδοσκέπαστες οροφές, την τέχνη για αυτές που δεν γνωρίζει πια, παρά μόνο ένας μάστορας,  τη χρησιμότητά τους  αφού μόνο αυτές αποτελούν εγγύηση ότι δεν θα διεισδύσει  το νερό μέσα από την τρομερή   πίεση της κακοκαιρίας από το βοριά.
Ο ήλιος δύει. Ο άνεμος έχει πέσει. Είναι όμορφα.

Επιστρέφουμε, αφήνουμε το  φωτογραφικό  εξοπλισμό  στο  δωμάτιο.   Ο  συνταξιούχος κοιμάται. Ο Ι. το ίδιο.  Ο π.  Α.  μας περνά  στο  δωμάτιο  της  υποδοχής  των, ας πούμε, επισήμων.  Είναι και αυτό στο πλαίσιο της ιδιαίτερης  περιποίησης λόγω Κλ.  Μας  εξιστορεί τα  γεγονότα  της Μονής,  και του Άγιου όρους γενικότερα. Μου δίνει την εντύπωση της απολύτως προϋπολογισμένης αφήγησης. Λέει ότι έχει να πει χωρίς να χαίρεται για  τις παρεμβάσεις,  με ένα στυλ καθοδηγητή.

Είναι βέβαια ευγενής, ταπεινών τόνων. Μας εξηγεί ότι έχει την  ευλογία του Ηγούμενου για  αυτό  που  κάνει.  Ο  οποίος ηγούμενος απουσιάζει,  υπάρχει  όμως  αντικαταστάτης.  Ποτέ  η  Μονή  δεν  μένει ακέφαλη.


Θέλω  χρόνο και  δεν  τον  έχω,  προκειμένου  να  αποκρυπτογραφήσω πόσο αληθινά είναι όλα αυτά. Πόσο ισχυρή είναι η ιεραρχία; Πόσο μετρά η εξουσία του  παλαιότερου,  του  βαθμοφόρου  σε  αυτή την περίεργη κλειστή κοινωνία των 55 μοναχών. Απορίες που θα μείνουν αναπάντητες.

Θυμάται να μου απαντήσει τώρα την ερώτηση που του έκανα το  πρωί.
- «Πώς η ορθόδοξη  εκκλησία δέχεται  χρήματα από τους  καθολικούς;»
Ερώτησε τι απαντάμε σε αυτές τις  περιπτώσεις;  η όντως του ήρθε τώρα;  Δεν θα μάθω.
Απάντηση:
- «Η Ε.Ε. δίνει τα χρήματα στο Ελληνικό δημόσιο και αυτό με τη σειρά του τα διαθέτει για την διατήρηση των παραδοσιακών οικισμών.»
Τι επινόηση!  Δεν πείθομαι.  Θα ήταν  πιο  ειλικρινές να ομολογηθεί ένας συμβιβασμός.  Ασφαλώς δεν εξωτερικεύω τις σκέψεις μου και προσπαθώ να μην φανεί τι σκέφτομαι.


Μας  δείχνει τις φιγούρες  των παλαιοτέρων ηγουμένων  που διακρίθηκαν για  τα  έργα  τους,  μας εξιστορεί τα γεγονότα, με ισχυρές ιδεολογικές βάσεις στα θαύματα. Δεν τα βρίσκω ενθαρρυντικά όλα αυτά.
Τέλος  πάντων  παίρνουμε  τα  φωτογραφικά  μας  από  το  δωμάτιο,  (ο Ι. και ο συνταξιούχος  ακόμα κοιμούνται)  και πάμε στην τράπεζα.  Όπου όντως το ταβάνι και ο άμβωνας έχουν εκπληκτική ξυλοτεχνική δουλεία, σε λεπτότητα σε τέχνη.

Συζητάμε αρκετή  ώρα όρθιοι. Αργότερα, μας αποχαιρετά  πολύ ευγενικά. Είναι φιλόξενος και μειλίχιος.  Ανεβαίνουμε  πάνω, πάντα με τον Τ.   Παίρνουμε  νερό  και Αιγινίτικο φιστίκι,  καθόμαστε έξω και πιάνουμε συζήτηση. Του εκφράζω τις σκέψεις,  τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς μου και στο βάθος τις σκιές των απογοητεύσεων μου. Απαντά ότι με καταλαβαίνει.

Μετά τις 23.00  πάμε για ύπνο.  Ο συνταξιούχος κοιμάται ανάσκελα μοιάζει για νεκρός,  αλλά το ροχαλητό του ανασταίνει νεκρούς. Φοράω τα ακουστικά, ακούω μουσικούλα,  ο Ι. σηκώνεται, πάει για κατούρημα, καπνίζει και ξανακοιμάται. Το ροχαλητό του συνταξιούχου περνάει πάνω απ’ τη στάθμη της μουσικής, αλλά  είμαι   αρκετά  κουρασμένος   και   λίγο  μετά   τις  12 παραδίδομαι...

Στις 3 παρά ο συνταξιούχος έχει σηκωθεί έχει ντυθεί, έχει αρχίσει τις μετάνοιες, τα πηγαινέλα. Πάει στη λειτουργία. Στις πέντε και,  έχει  επιστρέψει  δώστου  μετάνοια προσευχή. Κάποια στιγμή ξανακοιμάται.  Στις 06.30  σηκώνομαι.  Ντύνομαι, πλένομαι, βγαίνω έξω να φωτογραφίσω.


Κάθομαι  έξω, εκεί  που τελείωσα  την  χτεσινή  μέρα  και  ξεκινάω την σημερινή μασουλώντας όσο πιο  σιγά  μπορώ  μια  σοκολάτα  γάλακτος και ρεμβάζοντας.  Το απολαμβάνω. Όταν τελειώνει αυτή η μικρή τελετή, μαζεύω τα πράγματα μου. Έχω πάρει απόφαση.

Θα  φύγω.  Θέλω να  επιστρέψω σπίτι μου.   Δεν με ενώνει τίποτα με το περιβάλλον.
Μαζευόμαστε η μικρή παρέα, τους το  ανακοινώνω. Λίγο αργότερα, μας βρίσκει ο π. Α.  καλημέρες κλπ.  Μας ξεναγεί στους φούρνους.  Ενδιαφέρον.  Με  τον Τ. κατεβαίνουμε χαμηλά  από  τη  νότια  πλευρά  και  κάνουμε φωτογραφίες.


Θαυμάζουμε  το  μοναστήρι  από  μια  γωνιά  που   δεν  το  γνωρίζουμε, παρατηρούμε τα τεχνητά δημιουργημένα περιβόλια στα πρανή με πέτρα και το κουβαλημένο με τα ζώα, εύφορο χώμα.  Στο γυρισμό μουσκεύω από  την ανηφόρα και  όταν  πάμε  στο  δωμάτιο κάνω ότι πλένομαι.  Στις  09.20 κατεβαίνουμε  για την  τράπεζα.  Περιμένουμε  να  τελειώσει η μικρή λειτουργία.  Εμφανίζεται  ο  συνομήλικος  του  Ι.  που  αποφάσισε να μονάσει. Μικρός  πιτσιρικάς   κι'    αυτός, στα 26 του, νόστιμο   παιδί, τον πρωτοσυναντήσαμε χτες. Δεν βρήκα το θάρρος να τον ρωτήσω τι ήταν αυτό που τον έκλεισε σε αυτή την ηλικία, σε αυτόν τον κόσμο.

Βγαίνουν  οι   καλόγεροι. Πάλι  με  αγριοκοιτά   ο  συγκεκριμένος.  Τι να συμβαίνει;
Μπαίνουμε στην τράπεζα,  αλλά σήμερα είμαι δασκαλεμένος. Όχι δηλαδή ότι πεινάω,  αλλά το  έχω πάρει εγωιστικά.  Τρώω όλο το όμορφο  μα και άψογα σερβιρισμένο πουρέ,  το κομματάκι της πίτας, το τυράκι το ψωμάκι και αφήνω το γιαούρτι που δοκίμασα και δεν μου  άρεσε  και το μήλο.

Ανεβαίνουμε πάνω.  Δεν έχει θέσεις για το Τ. και τον  Ι. Δεν μπορούν  να  διανυκτερεύσουν εκεί  για δεύτερη βραδιά, παρ'  όλη τη  καλή  διάθεση  του π. Α. Κάπως αγριεύω με τον Ι., που μου κάνει κάτι σαν παρατήρηση και επιχειρεί ένα λόγο εκκλησιαστικό. Του  απαντώ, στο όμορφο, ότι οι πιστοί δεν κοιμούνται 13  από τις 22 ώρες που βρίσκονται για πρώτη φορά στο Α. Όρος ενώ τις 9 ώρες που είναι ξύπνιοι καταλαβαίνουν λιγότερα από τους ξύπνιους που κοιμούνται.

Αντίλογος δεν υπήρξε. Αργότερα μετάνιωσα, για τον τόπο που αντέδρασα. Πέραν από το γεγονός, ότι εξωτερίκευσα με θυμό τη θέση μου δεν κατάφερα τίποτα. Μα, αν δεν μετανιώνεις εκεί, θα δυσκολευτείς να μετανιώσεις οπουδήποτε αλλού σκέφτομαι, αλλά ούτε και για αυτό δεν είμαι βέβαιος.

Έφθασε η ώρα να φύγουν, τα παιδιά προς αναζήτηση άλλης Μονής. Εγώ στο δρόμο για το σπίτι. Συνωστιζόμαστε  όλοι κάτω να  μπούμε στο Λάντ  Ρόβερ.  Το σύνολο 13 με πολλά μπαγκάζια και ψωμάκια σε  τελάρα  προς  διανομή. Χωράμε οριακά. Μαζί μας ένα αλλοδαπός  Σέρβος  ή  Ρώσος,   δείχνει πάνω  από  50  με στολή παραλλαγής,  μακρύ λευκό μούσι μακρύ λευκό μαλλί που  όλοι τον αποκαλούν τζένεραλ.  Λέγεται ένα καλό  αστείο  από  ένα  μοναχό  με  αποδέκτη τον  τζένεραλ σε άψογα αγγλικά.

Ευτυχώς πιο κάτω μοιραζόμαστε σε μια τετρακίνητη Μιτσούμπα κλούβα και ανασάνουμε. Το  οδηγεί  ένας  πολιτικός  μηχανικός Έλληνας έκ  Ρωσίας που επιμελείται  των  έργων.  Ζει  εκεί  Δευτέρα  με  Παρασκευή  και Παρασκευή με Κυριακή στη Θεσσ/νίκη μαζί  με  την οικογένεια  του. Καλό ακούγεται.

Φτάνουμε κάτω.  Τελικά είναι  10  χλμ και όχι  8.Το  τσεκάρισα  από το κοντέρ της Μιτσούμπας.
Επικρατεί μία εικόνα  σαν παζάρι.  Άνθρωποι, εμπορεύματα, αγαθά πάνε  και έρχονται. Διακρίνω μια ένταση. To φέρυ  ξεχωρίζει ήδη από τη  Ρωσική  καθώς  έρχεται  αργοπλέοντας. Ο  π.  Α.  πάντα  ευγενής,  και  γλυκομίλητος  μας  χαρίζει βιβλιαράκια και ημερολογιάκια, μας χαιρετά και μας εύχεται.



Χαιρετώ τους μέχρι τότε συνοδούς  μου, που μπαίνουν  στο λεωφορείο με προορισμό την  Κουτλουμουσίου όπου θα διανυκτερεύσουν. Μαζί ήρθαμε, χώρια θα επιστρέψουμε. Νοιώθω  αφόρητα συμπιεσμένος από  το  περιβάλλον και σχεδόν ευτυχής που φεύγω.  Συνωστίζομαι στην ετοιμόρροπη  παράγκα με το τίτλο τελωνείο.

Ο  τελώνης σου έδινε την εντύπωση πως δεν ήταν ικανός  να  συλλάβει τον ειδικό, που θα ήθελε λαθραία να περάσει κάτι, αλλά μπορεί να έπαιζε έτσι το ρόλο του.  Κάνει  πως ελέγχει το  σληπιν μπάγκ  μου και μόλις τελειώνει  αυτό που ορίζει  εκείνος  ως  τελωνειακό  έλεγχο,  επιβιβάζομαι  με  χαρά  στον Γοργοϋπήκοο.  Αράζω στην πάνω κουβέρτα και αφήνω τις 2  ώρες παρά κάτι να περάσουν κάτω από ένα λαμπρό ήλιο, μια θάλασσα γυαλί, ακούνητη και με όμορφους ήχους από τα ακουστικά.



Ο πανικός έρχεται με  την επιβίβαση στην  Ουρανούπολη.  Τρέχει σχεδόν όλο το φέρυ για το λεωφορείο. Βρίσκω ένα ταξί.
- Ελεύθερος;
-  Που πάμε; (Αρχίζει η ανάκριση σκέφτομαι και ακροβατώ στο να τα βρω ή να τον αφήσω)
- Θεσσαλονίκη  Είμαστε τρεις (πετάγεται απρόσκλητη νεανική φωνή δίπλα μου με χάρη)
- Ελεύθεροι (αποκρίνομαι και  απομακρύνομαι ήσυχα)
Ε! όχι και με  τρεις άγνωστους, που δεν διακρίθηκαν για ευγένεια σε  ταξί  για 130  χλμ.  Με  το  πόδι στην πλατειούλα για το λεωφορείο, που δεν έρθει ακόμα.

Όταν φτάνει το λεωφορείο, επικρατεί χάος  στο  μικρό  χώρο, από τα φορτηγά που μανουβράρουν στη μικρή κωμόπολη.  Κάποια στιγμή αποκλιμακώνεται το κυκλοφοριακό,  ανοίγουν  οι  πόρτες  του  λεωφορείου και γίνεται ολίγον Τέξας.  Τελικά καταφέρνω να μπω και έχω την διακριτική  ευχέρεια να διαλέξω  τρεις θέσεις.  Όλες οι άλλες είναι πιασμένες. Δεν κάθομαι δίπλα στον παπά...

Πληρώνω 2.200  δρχ. Ξεκινά στις 2 και 20 με δύο όρθιους που με διάφορες στάσεις μέχρι το  Στρατώνι  γίνονται πέντε και τελικά μετά από  εκεί όλοι βολεύονται αφού κατεβαίνουν καμπόσοι.
Ο οδηγός οδηγεί αργά, προσεκτικά κάνει πολλές στάσεις.  Ακούω συνέχεια μουσική,  ξεκοκαλίζω  τις  "Εικόνες  του  κόσμου",  πίνω  λίγο νερό.
Σταματάμε για να ξετουμπάρουμε και ένα 1307  Σίμκα που έχει  έρθει  καπάκι  στο  χαντάκι. Η τριμελής οικογένεια  είναι μία χαρά. Κάποια στιγμή φτάνουμε  στο  Κ.Τ.Ε.Λ.

Ήταν 17.40. Δεν βρίσκω  ταξί.  Περπατώ κάνα τέταρτο, με  παίρνει ένα και φθάνω  17.21  στο σταθμό,  16 λεπτά μετά από την προγραμματισμένη αναχώρηση του Ιντερσίτυ.  Αν το λεωφορείο έφευγε στην ώρα του, αν δεν σταματάγαμε στο 1307, αν έβρισκα αμέσως ταξί,  αν είχα πάρει ταξί  από την Ουρανούπολη, αν, αν αν θα είχα προλάβει.
Μα τι σημασία θα είχε;

Βγάζω εισιτήριο για τις 6.27  με την απλή αμαξοστοιχία, 5.660  δρχ για την  Α΄  θέση, αφού είχα ερωτήσει ένα οδηγό ταξί πόσα θέλει για  Αθήνα (60  χιλιάρικα παρακαλώ και το ξέχασα αμέσως). Αγοράζω  και  κατασπαράσσω δυο κουλούρια,  παίρνω  τηλέφωνο σπίτι,  ερωτώ έναν και πλασάρομαι στο βαγονάκι μου.  Όμορφο απόγευμα,  νεολαία ωραία και ήσυχη δίπλα μου,  αλλά έχω κάνει λάθος, δεν είμαι στην πρώτη θέση και αφού ξεκινά προωθούμαι εκεί που πρέπει.

Ξεκινάμε στις 18.28.  Ακούω από, φοβερόν και τρομερόν σαλονικιό ραδιοφωνικόν σταθμόν, ονόματι 98,7  Αρ Ες σόου. Θυμίζει πολύ μια παλιότερη, ελαφρά  ραδιοφωνική μου προτίμηση τον Ποπ  Εφ  εμ.   Θα  με  συνοδέψει  μέχρι  και  την   Κατερίνη.  Διαβάζω Ελευθεροτυπία ημέρας και Εξπέριμεντ σε ένα άδειο βαγόνι.  Άλλοι δύο τρεις όλοι  κι όλοι  μέσα, με πιο σημαντική παρουσία μιαν δεσποινίς, νόστιμη.
Έξω τελειώνει η μέρα, μέσα σε ωραία χρώματα.

Ιδού και οι χρόνοι μας, κρατημένοι με πιστότητα: 18.47  Σίνδος,  19.05  Πλατύ,  19.22 Νέα Αγαθούπολις, 19.45 Κατερίνη, 20.00  Λεπτοκαρυά,  20.09  Πλαταμών,  20.23 τέλος Τέμπη, 20.45 άφιξη στη Λάρισσα.
Μπουκάρει  λοιπόν  ένα  ζευγάρι  και  ένας   ακόμα  στρογκυλοκάθεται απέναντί μου. Έχει  ύφος.   Έρχεται ο έλεγχος, τους εξηγεί ότι δεν έχουν εισιτήριο πρώτης θέσης και τους στέλνει πίσω στις σωστές θέσεις τους. 
Κάτι μα,  κάτι μου, κάτι τώρα, αλλά ο ελεγκτής δεν παίρνει χαμπάρι. 

Αναχώρηση  από Λάρισσα  21.04,  21.19  Παλαιοφάρσαλα,  21.31 Δομοκός, 22.45  άφιξη Λιανοκλάδι, 22.53 αναχώρηση από Λιανοκλάδι, 23.26 Μπράλος, 23.37 Αμφίκλεια, 23.57 Δαύλεια., 00.06 8 του Μάρτη πια, Λειβαδιά, 00.32 Θήβα, 00.50 Οινόη, 01.00 Αυλών,  01.21  Αγιος  Στέφανος, 01.27 διασταύρωση ανάμεσα  Ίμερο και Μενίδι  01.40 Αθήνα Έξω από το σταθμό πολλά ταξί και σε 25 λεπτά σπίτι.

Αισθάνομαι  όμορφα  που έφτασα στο σπιτικό μας.  Είναι όλοι μέσα, όλοι καλά και όλοι κοιμούνται. Παρ' όλη την κούραση δεν είμαι πρόθυμος να κοιμηθώ. Κάθομαι στις σκάλες  και ξεφυλλίζω κάτι αφηρημένα. Πίσω από όλα αυτά, αναρωτιέμαι τι μου άφησε αυτή η επίσκεψη στο Α.Ο. Δεν βρίσκω απαντήσεις. Για αυτό που είμαι  βέβαιος, είναι ότι ο δρόμος μου έγινε ακόμα πιο μοναχικός. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν περίμενα κάτι διαφορετικό. Κάποιοι θα σχολιάσουν ότι για αυτό δεν συνέβη. Είναι περίεργο το θέμα της πίστης.

Δεκαεννέα, ακριβώς, χρόνια αργότερα παραμένει έτσι.