Στο Αγιον Όρος - (Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016) |
Μια και μόνη φορά επισκέφτηκα το Άγιον Όρος. Πριν δεκαεννέα χρόνια ακριβώς. Τέτοιες μέρες του Μάρτη του '97. Σημείωσα, τότε, τις εντυπώσεις μου. Τις αναρτώ σήμερα, σχεδόν αναλλοίωτες. Σήμερα που ζούμε σε άλλο τόπο, με άλλο νόμισμα, με μια άλλη διάθεση. Δεν ξέρω γιατί το άφησα τόσο να παλιώσει, ούτε γιατί δεν περίμενα ακόμα περισσότερο. Καταλαβαίνω όμως, ότι καλό θα είναι να υπάρχει, έτσι, ελεύθερο στο διαδίκτυο. Να εκθέτει, ιδέες, συναισθήματα, εποχές και βέβαια τον δημιουργό του.
Μπορούσα να υποθέσω γιατί ανεβαίνουν στο Α.Ο. οι πιστοί, οι προσκυνητές και η αλήθεια είναι ότι είχα μια, πώς να τη χαρακτηρίσω; Επιθυμία, ελπίδα, μπα όχι τιίποτα από τα δύο δεν ήταν. Μια προσμονή ήταν, ότι θα ένιωθα κάτι περισσότερο, κάτι βαθύτερο για αυτό το άπιαστο, τουλάχιστον για μένα, νεφέλωμα της Θρησκευτικότητας. Ότι θα ερμήνευα, ή έστω θα ερχόμουν πιο κοντά σε θέματα που με απασχολούσαν. Έτσι όλως τυχαίως, τον Φλεβάρη του '97 επισκέφτηκα τον Ι. Μου δώρισε ένα λεύκωμα για το Α.Ο. (το έχω ακόμα), λέγοντας μου ότι θα πάνε με τον Τ. Πιο ευνοϊκές συνθήκες δεν θα έβρισκα. Περάσαμε σχεδόν όλο το ταξίδι συζητώντας, χαζεύοντας, ψάχνοντας, βρίσκοντας φωτεινά σημεία αναφοράς στη σκοτεινή γη. Στις 18.09 Θήβα, στις 19.32 Λιανοκλάδι. Σκοτάδι πιά. Στις 22.12 Κατερίνη και στις 23.17 φθάσαμε Θεσσαλονίκη. Σύνολο έξι ώρες 12 λεπτά. Ουρανούπολη. Μάρτιος '97 Αφού πρώτα απορρίψαμε, για οικονομικούς λόγους, την ιδέα για κατευθείαν μετάβαση στην Ουρανούπολη καθότι ο ταξιτζής εζήτησε 20.000 δρx. καταπλεύσαμε στο κέντρο, σε μικρό, αδιάφορο χοτέλι. Ευκόλως αδιαφόρησα που την τουαλέτα του δωματίου μου διέσχισε ταχέως και άπαξ ένας, μεγάλου μεγέθους, απτόητος εκπρόσωπος των βλαττοειδών. Ακολούθως, ποδαράτο σε ουζάδικο στην πλατεία Αριστοτέλους. Δεν ήταν το είδος του δείπνου που προτιμώ, πάντως δεν είχε κόσμο, ήταν εξυπηρετικοί, ενώ όποιες σκέψεις του Ι. για νυκτερινή ζωή απορρίφθηκαν άμεσα και λίγο μετά τις δύο κοιμόμουν. Στις 5 παρά 5 την στιγμή που έβλεπα ευχάριστο όνειρο, μου χτύπησε την πόρτα ο Τ. Λίγο αργότερα μας παρέλαβε το ταξί, και στις έξι παρά τέταρτο μας άδειασε στο ΚΤΕΛ Χαλκιδικής. Εκεί, αρκετός κόσμος, κρύο και υγρασία. Παρατηρώ, διακριτικά, τα πρόσωπα, τις εκφράσεις, το στυλ όσων περιμένουν. Οι περισσότερες είναι οπαδοί του δικαιώματος της διαφοράς. Κάποιος αψύς θα τους αποκαλούσε, αδίκως ίσως, και βαρεμένους. Το χάραμα μας βρίσκει στην έξοδο της πόλης. Τα 130 περίπου χιλιόμετρα έως την Ορανούπολη δεν είναι ούτε άνετα, ούτε γρήγορα. Το πούλμαν με δύο στάσεις θα χρειαστεί 2 ώρες 14 λεπτά και στις 08.34 μας αφήνει στην πλατειούλα της Ουρανούπολης. Από εκεί, γραμμή για τα διαμονητήρια. Κακοτεχνίες, αρπακόλες, καλώδια, επιγραφές, ένας χώρος κακόγουστης αταξίας που θα μπορούσε με λίγες κινήσεις να είναι πολύ καλύτερος. Ο εκκλησιαστικός τουρισμός δεν ευνοεί τέτοιου είδους αντιμετώπιση. Όχι δηλαδή πως ο υπόλοιπος μαζικός τουρισμός είναι πολύ διαφορετικός ή πολύ εκλεκτότερος. Πίσω μας ακριβώς μια ομάδα από έξι μοναχούς. Ρώσους. Συμπαθείς φιγούρες. Έχουν ωραία μάτια, ωραία χρώματα, μερικοί δείχνουν πολύ δυνατοί, άλλοι είναι σκηνώματα. Συζητούν, τρώνε τσίπς πάντα προσευχόμενοι πριν και μετά, πίνουν αμίτες, και πλέκουν με ταχύτητα και τέχνη κομποσχοίνια. Φυσικά κατέβηκαν στον πανέμορφο Άγιο Παντελεήμονα ή Ρώσικο, με τους χαρακτηριστικούς του πράσινους τρούλους.
Επιβιβαζόμαστε το σύνολο 12 άτομα, όπως όπως στην καρότσα. Κάτι μας λένε για 8 χιλιόμετρα δρόμο. Πρέπει να 'ναι περισσότερα. Δρόμος στενός ανηφορικός, με γκρεμούς χαίνοντες. Σύντομα βλέπουμε τα πρώτα χιόνια που λιώνουν κάτω από ένα λαμπρό πια, μα όχι ζεστό ήλιο. Πολλά νερά. Χείμαρροι τέμνουν κάθετα το χωματόδρομο κατεβάζοντας πολύ νερό. Δεν αισθάνομαι άνετα με ένα τόσο φορτωμένο, τόσο βαρύ όχημα, σε τόσο στενό και απόκρημνο δρόμο, με χειριστή που δεν ξέρω. Σε 30 περίπου λεπτά φτάνουμε πάνω. Κι δω έντονη η παρουσία των συνεργείων, των επισκευών, των υλικών. Χειρότερος όλων ο συνταξιούχος που μας τον έστειλαν στο κελί μας, ώστε να κλείσει η τετράδα των κρεβατιών. Μετά την υπογραφή των στοιχείων το κέρασμα. Λουκούμι, δροσερό νερό και ρακί. Από την πλευρά της θάλασσας, υπάρχει μεγάλη υψομετρική διαφορά και η θέα είναι ανεπανάληπτη.
Ο κόντρα ήλιος, καθρεφτίζεται σε μια θάλασσα που κυματίζει από ένα μέτριο σχεδόν στεριανό άνεμο. Σε 300 μέτρα υψόμετρο έχοντας το χάος κάτω από τα πόδια μου, στα αριστερά μου τις χιονισμένες κορυφές του Άθω στα 2.200 μέτρα, με μια ησυχία που σε οδηγεί στην ηρεμία, στην γαλήνη και από εκεί στο κλείσιμο των βλεφάρων. Κοιμάμαι, ή όχι δεν ξέρω, αλλά σαν να με νοιώθω μακριά από το κορμί μου. Δεν σου συμβαίνει συχνά στη ζωή σου αυτό. Μετά από, πόσο λίγο, δεν ξέρω, με επαναφέρει από την Νιρβάνα ο φωνάζων και καταστρέφων το τόσο σπάνιο σκηνικό Ησυχίας, ο Ι. λέγοντάς κάτι αδιάφορο. Αφυγραντήρας ατμόσφαιρας να ελέγχεται η σχετική υγρασία ώστε να διατηρούνται τα παλιά βιβλία. Μιλώντας για παλιά, αναφέρομαι σε εκδόσεις 300 χρόνων και για μερικά δερματόδετα κομμάτια από το 1495. Επιστάτης, βιβλιοθηκάριος, υπεύθυνος, πίσω από την οθόνη του σούπερ Μάκ του, ο πατήρ Β. με την έντονη Γαλλική προφορά του αποτέλεσμα της καταγωγής του. - "Μαθητής και εκ των εμπίστων του Σάρτρ. Και από άθεος εξαίρετος μοναχός" μας εκμυστηρεύτηκε για αυτόν, με καμάρι, ο π. Α. Επιμελημένη εργασία στα ξύλινα, παράθυρα, πόρτες, ράφια, και στην προέκταση της βιβλιοθήκης της οποίας οι εργασίες προχωρούν. Συνεχίζουμε την περιήγηση που γίνεται ειδικά για μας και προφανώς είναι τιμή μας. Ο π. Α. μας μιλά για τα τεχνικά θέματα, για το πώς κτίστηκε η νέα πτέρυγα, για τα φωτοβολταϊκά τόξα, για τις τριανταπέντε ατμόσφαιρες του νερού που γεννά ηλεκτρικό για ένα σωρό θέματα. Έχει μια άνεση αφήγησης ξεναγού. Επιστρέφουμε πίσω αφήνουμε τα πράγματα μας και κατεβαίνουνε στην εκκλησιά. Δεν με συγκινεί ο ασπασμός των εικόνων που απαραίτητα γίνεται από τους εισερχόμενους μοναχούς. Τους παρατηρώ από πίσω, καθώς προχωρούν με τα ράσα να κυματίζουν από το βηματισμό. Απαισιόδοξη θωριά, και από χρώμα και από ύφος αγωνίζομαι να βρω τις ταυτότητες αυτού που βλέπω με τη γλύκα του λόγου του «Κυρίου», όπως τον θυμάμαι από τις διδαχές των Θρησκευτικών. Όσην ώρα τρώω με μεγάλη ηρεμία, ένας καλόγερος διαβάζει κάτι που έχει να κάνει με τη σχέση, με την ανάγκη του ανθρώπου για την τροφή. Είναι από τις σπάνιες φορές που τρώω με τόση ηρεμία μα είναι και, ίσως, η πρώτη που δεν προφταίνω να τελειώσω. Έχω φάει το λίγο νόστιμο κόκκινο ρύζι από το μεταλλικό πιατάκι, ενάμισι κομμάτι φέτα, δύο γωνιές καταπληκτικό ψωμί και εκεί που πάω να επιτεθώ στο αυγό χτυπάνε τα καμπανάκια, σηκώνονται όλοι αποχωρούν με τάξη και ξαναμπαίνουμε στην εκκλησία. Γλύτωσε τ' αυγό, γλύτωσε και το μήλο. Νομίζω ότι διακρίνω κάποιο ίχνος φόβου στα πρόσωπα των εκκλησιαζόμενων. Σίγουρα πάντως διακρίνω ενδείξεις υποταγής. Θαρρώ, πως αρχίζω να καταλαβαίνω πώς γεννιέται ο φανατισμός. Ερμηνεύω, έτσι απλοϊκά, το φαινόμενο μα και τα αποτελέσματα των θρησκευτικών παρωπίδων. Μεγαλύτερη εντύπωση μου γεννά αυτή η συμπεριφορά σε νεαρά, πολύ νερά άτομα. Κάποιος καλόγερος, ο μόνος με ελάχιστο αραιό κοντό λευκό μούσι, νομίζω ότι με αγριοκοιτάζει. Πλέκω καφκικά σενάρια με φόντο το μοναστήρι και εμένα μάρτυρα. Επανέρχομαι στην πραγματικότητα, προσπαθώ να κρυφτώ από τα βλέμματα ώστε να μην προκαλώ που δεν κάνω το σταυρό μου, που δεν προσκυνώ. Κάποια στιγμή τελειώνει η λειτουργία. Μετακινούμεθα πρός τα έξω. Μας τσακώνει ο πάτερ Α. και με ένα λόγο που ακούστηκε ως εντολή μας λέει: Ανεβαίνω στο Αρχονταρίκι. Ο συνταξιούχος διαβάζει ένα βιβλιαράκι. Δείχνει χαμένος ήδη από την εκκλησιά και την τράπεζα. Κάνει με ένα πολύ περίεργο τρόπο το σταυρό του, με μεγάλη κυκλική κίνηση του αγκώνα και σχεδόν ανοικτή παλάμη. Συχνά κάνει μπρος - πίσω τον κορμό του με μια επαναλαμβανόμενη ταλάντωση.
Βγαίνουμε έξω, με τον Τ., για φωτογράφηση. Ανηφορίζουμε το δρόμο με τα λασπόνερα. Έχει μαλακώσει το φως. Τραβάμε το εντυπωσιακά, πάνω στο βράχο, κτισμένο μοναστήρι. Μένω από μπαταρίες. Φταίει το κρύο. Κλείνω και ανοίγω μετά από κάθε καρέ και κάπως βολεύομαι. Μας παίρνει ο πάτερ Α. μας ανεβάζει στην οροφή. Μας δείχνει το καμπαναριό, τις 9 διαφορετικές καμπάνες, συνδεδεμένες μεταξύ τους με το ελαφρώς πολύπλοκο σύστημα με τα κορδονάκια. Αλλά και τις μολυβδοσκέπαστες οροφές, την τέχνη για αυτές που δεν γνωρίζει πια, παρά μόνο ένας μάστορας, τη χρησιμότητά τους αφού μόνο αυτές αποτελούν εγγύηση ότι δεν θα διεισδύσει το νερό μέσα από την τρομερή πίεση της κακοκαιρίας από το βοριά. Επιστρέφουμε, αφήνουμε το φωτογραφικό εξοπλισμό στο δωμάτιο. Ο συνταξιούχος κοιμάται. Ο Ι. το ίδιο. Ο π. Α. μας περνά στο δωμάτιο της υποδοχής των, ας πούμε, επισήμων. Είναι και αυτό στο πλαίσιο της ιδιαίτερης περιποίησης λόγω Κλ. Μας εξιστορεί τα γεγονότα της Μονής, και του Άγιου όρους γενικότερα. Μου δίνει την εντύπωση της απολύτως προϋπολογισμένης αφήγησης. Λέει ότι έχει να πει χωρίς να χαίρεται για τις παρεμβάσεις, με ένα στυλ καθοδηγητή. Είναι βέβαια ευγενής, ταπεινών τόνων. Μας εξηγεί ότι έχει την ευλογία του Ηγούμενου για αυτό που κάνει. Ο οποίος ηγούμενος απουσιάζει, υπάρχει όμως αντικαταστάτης. Ποτέ η Μονή δεν μένει ακέφαλη. Θέλω χρόνο και δεν τον έχω, προκειμένου να αποκρυπτογραφήσω πόσο αληθινά είναι όλα αυτά. Πόσο ισχυρή είναι η ιεραρχία; Πόσο μετρά η εξουσία του παλαιότερου, του βαθμοφόρου σε αυτή την περίεργη κλειστή κοινωνία των 55 μοναχών. Απορίες που θα μείνουν αναπάντητες. Θυμάται να μου απαντήσει τώρα την ερώτηση που του έκανα το πρωί. Μας δείχνει τις φιγούρες των παλαιοτέρων ηγουμένων που διακρίθηκαν για τα έργα τους, μας εξιστορεί τα γεγονότα, με ισχυρές ιδεολογικές βάσεις στα θαύματα. Δεν τα βρίσκω ενθαρρυντικά όλα αυτά. Συζητάμε αρκετή ώρα όρθιοι. Αργότερα, μας αποχαιρετά πολύ ευγενικά. Είναι φιλόξενος και μειλίχιος. Ανεβαίνουμε πάνω, πάντα με τον Τ. Παίρνουμε νερό και Αιγινίτικο φιστίκι, καθόμαστε έξω και πιάνουμε συζήτηση. Του εκφράζω τις σκέψεις, τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς μου και στο βάθος τις σκιές των απογοητεύσεων μου. Απαντά ότι με καταλαβαίνει. Στις 3 παρά ο συνταξιούχος έχει σηκωθεί έχει ντυθεί, έχει αρχίσει τις μετάνοιες, τα πηγαινέλα. Πάει στη λειτουργία. Στις πέντε και, έχει επιστρέψει δώστου μετάνοια προσευχή. Κάποια στιγμή ξανακοιμάται. Στις 06.30 σηκώνομαι. Ντύνομαι, πλένομαι, βγαίνω έξω να φωτογραφίσω. Κάθομαι έξω, εκεί που τελείωσα την χτεσινή μέρα και ξεκινάω την σημερινή μασουλώντας όσο πιο σιγά μπορώ μια σοκολάτα γάλακτος και ρεμβάζοντας. Το απολαμβάνω. Όταν τελειώνει αυτή η μικρή τελετή, μαζεύω τα πράγματα μου. Έχω πάρει απόφαση. Θα φύγω. Θέλω να επιστρέψω σπίτι μου. Δεν με ενώνει τίποτα με το περιβάλλον. Θαυμάζουμε το μοναστήρι από μια γωνιά που δεν το γνωρίζουμε, παρατηρούμε τα τεχνητά δημιουργημένα περιβόλια στα πρανή με πέτρα και το κουβαλημένο με τα ζώα, εύφορο χώμα. Στο γυρισμό μουσκεύω από την ανηφόρα και όταν πάμε στο δωμάτιο κάνω ότι πλένομαι. Στις 09.20 κατεβαίνουμε για την τράπεζα. Περιμένουμε να τελειώσει η μικρή λειτουργία. Εμφανίζεται ο συνομήλικος του Ι. που αποφάσισε να μονάσει. Μικρός πιτσιρικάς κι' αυτός, στα 26 του, νόστιμο παιδί, τον πρωτοσυναντήσαμε χτες. Δεν βρήκα το θάρρος να τον ρωτήσω τι ήταν αυτό που τον έκλεισε σε αυτή την ηλικία, σε αυτόν τον κόσμο. Βγαίνουν οι καλόγεροι. Πάλι με αγριοκοιτά ο συγκεκριμένος. Τι να συμβαίνει; Ανεβαίνουμε πάνω. Δεν έχει θέσεις για το Τ. και τον Ι. Δεν μπορούν να διανυκτερεύσουν εκεί για δεύτερη βραδιά, παρ' όλη τη καλή διάθεση του π. Α. Κάπως αγριεύω με τον Ι., που μου κάνει κάτι σαν παρατήρηση και επιχειρεί ένα λόγο εκκλησιαστικό. Του απαντώ, στο όμορφο, ότι οι πιστοί δεν κοιμούνται 13 από τις 22 ώρες που βρίσκονται για πρώτη φορά στο Α. Όρος ενώ τις 9 ώρες που είναι ξύπνιοι καταλαβαίνουν λιγότερα από τους ξύπνιους που κοιμούνται. Αντίλογος δεν υπήρξε. Αργότερα μετάνιωσα, για τον τόπο που αντέδρασα. Πέραν από το γεγονός, ότι εξωτερίκευσα με θυμό τη θέση μου δεν κατάφερα τίποτα. Μα, αν δεν μετανιώνεις εκεί, θα δυσκολευτείς να μετανιώσεις οπουδήποτε αλλού σκέφτομαι, αλλά ούτε και για αυτό δεν είμαι βέβαιος. Έφθασε η ώρα να φύγουν, τα παιδιά προς αναζήτηση άλλης Μονής. Εγώ στο δρόμο για το σπίτι. Συνωστιζόμαστε όλοι κάτω να μπούμε στο Λάντ Ρόβερ. Το σύνολο 13 με πολλά μπαγκάζια και ψωμάκια σε τελάρα προς διανομή. Χωράμε οριακά. Μαζί μας ένα αλλοδαπός Σέρβος ή Ρώσος, δείχνει πάνω από 50 με στολή παραλλαγής, μακρύ λευκό μούσι μακρύ λευκό μαλλί που όλοι τον αποκαλούν τζένεραλ. Λέγεται ένα καλό αστείο από ένα μοναχό με αποδέκτη τον τζένεραλ σε άψογα αγγλικά. Φτάνουμε κάτω. Τελικά είναι 10 χλμ και όχι 8.Το τσεκάρισα από το κοντέρ της Μιτσούμπας.
Ο τελώνης σου έδινε την εντύπωση πως δεν ήταν ικανός να συλλάβει τον ειδικό, που θα ήθελε λαθραία να περάσει κάτι, αλλά μπορεί να έπαιζε έτσι το ρόλο του. Κάνει πως ελέγχει το σληπιν μπάγκ μου και μόλις τελειώνει αυτό που ορίζει εκείνος ως τελωνειακό έλεγχο, επιβιβάζομαι με χαρά στον Γοργοϋπήκοο. Αράζω στην πάνω κουβέρτα και αφήνω τις 2 ώρες παρά κάτι να περάσουν κάτω από ένα λαμπρό ήλιο, μια θάλασσα γυαλί, ακούνητη και με όμορφους ήχους από τα ακουστικά.
Όταν φτάνει το λεωφορείο, επικρατεί χάος στο μικρό χώρο, από τα φορτηγά που μανουβράρουν στη μικρή κωμόπολη. Κάποια στιγμή αποκλιμακώνεται το κυκλοφοριακό, ανοίγουν οι πόρτες του λεωφορείου και γίνεται ολίγον Τέξας. Τελικά καταφέρνω να μπω και έχω την διακριτική ευχέρεια να διαλέξω τρεις θέσεις. Όλες οι άλλες είναι πιασμένες. Δεν κάθομαι δίπλα στον παπά... Βγάζω εισιτήριο για τις 6.27 με την απλή αμαξοστοιχία, 5.660 δρχ για την Α΄ θέση, αφού είχα ερωτήσει ένα οδηγό ταξί πόσα θέλει για Αθήνα (60 χιλιάρικα παρακαλώ και το ξέχασα αμέσως). Αγοράζω και κατασπαράσσω δυο κουλούρια, παίρνω τηλέφωνο σπίτι, ερωτώ έναν και πλασάρομαι στο βαγονάκι μου. Όμορφο απόγευμα, νεολαία ωραία και ήσυχη δίπλα μου, αλλά έχω κάνει λάθος, δεν είμαι στην πρώτη θέση και αφού ξεκινά προωθούμαι εκεί που πρέπει. Ξεκινάμε στις 18.28. Ακούω από, φοβερόν και τρομερόν σαλονικιό ραδιοφωνικόν σταθμόν, ονόματι 98,7 Αρ Ες σόου. Θυμίζει πολύ μια παλιότερη, ελαφρά ραδιοφωνική μου προτίμηση τον Ποπ Εφ εμ. Θα με συνοδέψει μέχρι και την Κατερίνη. Διαβάζω Ελευθεροτυπία ημέρας και Εξπέριμεντ σε ένα άδειο βαγόνι. Άλλοι δύο τρεις όλοι κι όλοι μέσα, με πιο σημαντική παρουσία μιαν δεσποινίς, νόστιμη. Δεκαεννέα, ακριβώς, χρόνια αργότερα παραμένει έτσι.
|